Πάντα με γοήτευαν τα σύνορα – χρειάζεται κάποια ενέργεια για να φτάσεις ως αυτά και περίσσεμα για να τα περάσεις. Και υπάρχουν σύνορα και σύνορα και όχι μόνο γεωγραφικά. Υπάρχουν σύνορα της ανθρωπιάς και σύνορα της ανθρωπινότητας. Και σ’ αυτή την ιστορική συγκυρία ανοίγουνε στη Λέσβο και κλείνουνε στην Ειδομένη. Έξω απ’ αυτά τρέχει ο διάολος με πολλά ποδάρια.
Σήκωσαν οι Σκοπιανοί έναν φράχτη
με διπλό αγκαθωτό σύρμα κατά μήκος της συνοριακής γραμμής- είπαν ότι θα τον
τραβήξουν πέρα ως πέρα αλλά ξαφνικά τον άφησαν. Μερικά χιλιόμετρα ανατολικά της
Ειδομένης, αρκετά πριν την Ποντοηράκλεια, ο φράχτης σταματά. Υπάρχει εκεί ένας
βράχος, δίπλα το έδαφος κατεβαίνει και έχει ένα πέρασμα μέσα στα Σκόπια.
Έλληνες διακινητές περνούν πρόσφυγες από κει μέσα με 500 ευρώ το κεφάλι.
Σύντομα, δικοί τους έμαθαν το πέρασμα και πήραν τη δουλειά απάνω τους. Όποιος
πρόσφυγας πιαστεί μέσα στη γειτονική χώρα δέρνεται ανηλεώς, σέρνεται στην
Ειδομένη και πετιέται- κρέας- στην Ελληνική επικράτεια. Μια ομάδα 20 ατόμων,
που παρέλαβαν οι δικοί μας οι “Γιατροί χωρίς Σύνορα” δεν μπορούσαν, όχι να
βαδίσουν, ούτε να σταθούν! Και δεν ήταν μόνο από τη φάλαγγα. Σ’ όλο το κορμί
ήταν μπλαβιασμένοι. Οι κόρες των ματιών τους ήταν διεσταλμένες απ’ τη φρίκη,
απ’ αυτά που είχαν δει στην αγωνιώδη περιπλάνησή τους μες τα δάση. Πτώματα
ανοιγμένα - συμμορίες με εξοπλισμένα βαν το ‘χουν ρίξει στο κυνήγι των
ανθρώπινων οργάνων.
Στην Τουρκία τούς φέρονται σαν
κερδοφόρο μάζα. Στην Περσία οι Αφγανοί την βγάζουν πολύ άσχημα. Και δεν υπάρχει
στην Ασία, λαός που να λατρεύει την Ελλάδα όπως οι Αφγανοί, μού είπε ο Φάσλι
ένα βράδυ στη Θεσσαλονίκη. Κρίμα! Θα ‘πρεπε να το γνωρίζουμε κι αυτό!
Πιο πάνω, στις λοιπές Γιουγκοσλαβίες, δεν σφάχτηκαν χωρίς
λόγο, λίγα χρόνια πριν, για να δεχτούν τώρα αλλόφυλους. Και ακόμα πιο πάνω,
στον Γερμανικό κόσμο, κυριαρχούν τα σφιχτά χείλη. Όσο για τους Ανατολικούς,
ούτε αυτοί πολεμήσαν χωρίς λόγο στο πλευρό του Χίτλερ. Και οι Αλβανοί, που για
χρόνια έτρεχαν σαν τα ποντίκια δεξιά κι αριστερά, έφεραν ύστερα από 80 χρόνια, Ιταλούς καραμπινιέρους
στα νότια σύνορά τους για να προστατευτούν από τη λέπρα που έρχεται απ’ την
Ελλάδα. Αλλά εγώ είμαι ευχαριστημένος.
Κι είχα ανάγκη μια τέτοια
παρηγοριά: Η χώρα μου έχει ένα σωρό προβλήματα αλλά την κατάσταση αυτή την
αντιμετώπισε σπαθί. Όταν πάω ξανά εκεί κάτω, στην Ανατολή, θα μπορώ χωρίς
ντροπή να πω ότι είμαι ένας Γιουνάν. Μπορεί σαν λαός να χάσαμε πολλά, αλλά δεν
μας βαραίνουνε αποικιοκρατίες, ούτε εγκλήματα ενάντια σε κανέναν. Κι όπου πήγα,
μπορεί, με το ελληνικό μου διαβατήριό, να είχα προβλήματα καμιά φορά, αλλά
μόλις έβγαινα από τα τελωνεία οι άνθρωποι με υποδέχονταν σαν να ‘μουν ο
Ηρόδοτος. Θα ‘ταν κρίμα να το χάσουμε αυτό. Το όνομά μας δηλαδή.
Κι ας λένε οι γεωπολιτικοί, κι ας
λένε οι αναλυτές! Η ανάλυσή τους είναι λειψή. Δεν παίρνει υπ’ όψιν της το
πασιφανές: Σε μια στιγμή πήγαμε να ψηλώσουμε λιγάκι και μάς κόντυναν και πάλι.
Ας είχαμε φύγει από την Ευρώπη, ας είχαμε αποφασίσει να μπιστευτούμε μόνο τα
χέρια μας κι αυτοί οι άνθρωποι θα μας ήταν όχι βάρος και μπελάς αλλά γερή κι
ανέλπιστη ευκαιρία. Μετοίκους θα τους κάναμε και θα μας βοηθούσανε να
ξαναστήσουμε τη χώρα. Δεν είναι όλοι άγιοι επειδή είναι πρόσφυγες, αλλά σαν
πρόσφυγες θα μας το κρατούσανε ευγνωμοσύνη που έφαγαν εδώ ένα πιάτο φαΐ μαζί
μας. Ούτε είναι τίποτα αχαμνοί. Δεν είναι αχαμνοί, άνθρωποι που ρίχνονται σε
τέτοια περιπέτεια.
Κρίμα! Αποτύχαμε να διαβάσουμε
σωστά την κρίση την αποκαλούμενη οικονομική, γιατί να τα καταφέρουμε καλύτερα
τώρα με την προσφυγική?
Όσο τους βλέπω μες τη λάσπη, όσο
τους βλέπω να στριμώχνονται μπρος στις πύλες νοιώθω μόνο λύπη. Όχι για τη λάσπη
ούτε για τις κρύες νύχτες – καλύτερα εδώ από αλλού. Αλλά που στέκονται σαν
άνθρωπος που τού βρόντηξαν κατάμουτρα κι οριστικά την πόρτα. Για την ευπιστία
τους, την θέση αδυναμίας τους και την κακή τους μοίρα. Που είναι τέτοια μάζα-
θήραμα που ο κάθε λύκος-επιτήδειος τής αρπάζει ένα κομμάτι. Που παντού τούς
αλαφρώνουνε απ’ τα λεφτά τους. Που τους κλέβουν, τους βιάζουν, τους εξαπατούν,
τους φυλακώνουν και με κάθε τρόπο τους γδύνουν από την αξιοπρέπειά τους. Τέτοιο ανθρώπινο κοπάδι που
το σαλαγάνε - αναλώσιμο υλικό. Τέτοια μάζα προς λεηλασία- Τέτοιο κελεπούρι!
Κι από αυτό το σκυλολόι που ‘χει
μαζευτεί, αυτό το λυκομάνι, δεν μπορούσαν να λείψουνε οι κυβερνήσεις- μεγάλες
και μικρές- άξιοι μαθητές της Μαφίας, που τις πολιτικές τους πονηριές τις
ονομάζουν γεωπολιτικό σχεδιασμό. Ούτε βέβαια η ελληνική- προσκοπικού βεληνεκούς
αυτή- που ένα τέτοιο στρατόπεδο νομίζει πως τη συμφέρει για να πιέζει τους
εταίρους (που βέβαια δεν πιέζονται με τίποτα) με μοχλό τα ΜΜΕ.
Κι αυτά τα τελευταία έχουν στήσει
γλέντι με τέτοια ανέλπιστη ευκαιρία. Μιλούν για φρίκη, σερβίρουν φρίκη. Εγώ δεν
είδα φρίκη. Είδα κακομοιριά. Αλλά είδα και χαμόγελα. Και παιδιά να παίζουν στα
λασπόνερα προς απόγνωσιν των μανάδων τους. Και νεαρούς να πειράζουνε κοπέλες κι
αυτές να τους απαντούν μ’ ένα καλαμπούρι
– πρέπει να ‘ταν καλαμπούρι αφού όλοι έσκαγαν στα γέλια. Γενικά, τα παιδιά
αντιμετώπιζαν τα πράγματα λίγο σαν παιχνίδι (όταν δεν κάναν εμετούς), οι νέοι
σαν μια νέα κατάσταση και μόνο οι γέροι έμοιαζαν λίγο καταπτοημένοι. Οι άντρες
κουβαλούσαν ξύλα όλη την ημέρα, οι γυναίκες μαγείρευαν πάνω από χαμηλές φωτιές
ή στέκονται για συσσίτιο στις ουρές. Θα μπορούσε να είναι ένας τσιγγάνικος
καταυλισμός από τους τόσους μες τη χώρα για τους οποίους τα ΜΜΕ κι ο πληθυσμός
τους δεν έχυσαν ποτέ δάκρυ. Αλλά είπαμε: πρέπει να ταΐσουνε τους νοικοκυραίους
συγκίνηση. Να ποτίσουνε τον πληθυσμό μελό.
Και κάτι ακόμα: οι άνθρωποι αυτοί
κάνουνε παιδιά. Είναι περιτριγυρισμένοι από παιδιά που εκτοξεύονται προς το
μέλλον. Δεν έχουν τον δικό μας φόβο. Και τους βοηθούν οι Αλληλέγγυοι που ξάφνου
κι αναπάντεχα βρήκανε σκοπό – ποιός βοηθάει
ποιόν?
……………………………
Αρχίζει η νύχτα. Το ‘ξερα από
πάντα ότι φέρνει μαζί της τη μαγεία. Οι άνθρωποι σ’ όλα τα γεωγραφικά πλάτη
έκαναν όλη μέρα ό,τι ήταν δυνατόν και τώρα μπορούν να γείρουν.
Ανάβουν οι λάμπες φθορισμού. Για
λίγο, μέχρι να χαθεί εντελώς το φως της μέρας, οι λάμπες δεν φωτίζουν αλλά
είναι μόνο χρώμα με φόντο το βαθυγάλανο ουρανό. Μια τέλεια ισορροπία ανάμεσα
στο φως το ηλεκτρικό και το τελευταίο φως της μέρας. Σε μια στιγμή είναι πια
σκοτάδι και μόνο τότε, από τις λάμπες αρχίζει να βγαίνει φως. Από παντού
εμφανίζονται γυναίκες με παιδιά. Ψάχνουν
να βρουν ρούχα, σκηνές και υπνόσακους απ’ τις υπηρεσίες, ένα αδιάκοπο
πήγαινε-έλα. Παντού ανάβουνε φωτιές. Γέλια και φωνές μες το σκοτάδι. Και ξάφνου
εμφανίζεται το τραίνο. Αργά διαβαίνει ο συρμός, ατέλειωτα βαγόνια σφραγισμένα-
τραίνο φορτηγό. Ποτέ δεν σταματάει ο κόσμος του εμπορίου. Δεν νοιάζεται για τον
πόνο κανενός.
Ξαναζωντανεύουν μπροστά στα μάτια
μου τα Σταφύλια της Οργής. Ο Τζων Στάιμπεκ, μακρινός πατέρας. Το Dust Bowl, το
σύννεφο της σκόνης που σκέπασε την Οκλαχόμα και τις Μεσοδυτικές Πολιτείες. Ο
Τομ. Ο Κέηζι, ο ιερέας που έχασε την πίστη του για να βρει μια άλλη. Η μάννα. Η
καταστροφή της Αγροτιάς 90 χρόνια πριν. Η φυγή. Ο δρόμος.
……………………….
Μένω κατάπληκτος από την μεταμόρφωση της Ειδομένης και με κάποια λύπη
σκέφτομαι πως σαν τελειώσει όλο αυτό, πόσο μόνα θα μείνουν τα χωράφια, πόσο
σιωπηλά, πόσο μοναχικό το χώμα.
Όλοι τούτοι οι άνθρωποι είχαν την
ατυχία (ή την εξαιρετική τύχη) να τρακάρουν με την Ιστορία. Και δεν έχει καμιά
σημασία πλέον αν είναι Ιρανοί, Σύριοι ή Αφγανοί. Ερυθραίοι, Αλγερίνοι ή
Μαρροκάνοι. Είναι μάζα αδιαφόρετη, μέλη του Παγκοσμίου Έθνους των Προσφύγων.
Πού κινείται σαν ποτάμι και ανοίγει δρόμο σαν νερό. Τελεσίδικα θ’ αλλάξει το
τοπίο.
Ούτε έχει σημασία η νομική
υπόστασή τους: Πρόσφυγες ή μετανάστες? Ξεριζωμένοι! Σε μια εποχή γενικού
ξερριζωμού.
Ήμουνα σ’ αυτά εδώ τα όρια στις 9
Δεκέμβρη του 2015, τη μέρα που εκκενώνανε το πρώτο στρατόπεδο. Η ιστορία
έμοιαζε τελειωμένη. Με την εξέλιξη όμως που πήρανε τα πράγματα, εγώ, ένας
άνθρωπος των συνόρων, δεν γινότανε να λείψω. Οι άνθρωποι που συνάντησα εκείνη
τη φορά δεν είναι πιά εδώ. Ο αέρας τους όμως παραμένει.
Όσον αφορά τον Μούσταμπά
Ματχαμπανί, μια από ΄κείνες τις φιγούρες, προς χάριν της ιστορικής αλήθειας,
οφείλω να δηλώσω πως μόνο το πρώτο του όνομα είναι ακριβές. Μια στοιχειώδης
μέριμνα μ’ έκανε ν΄ αλλάξω το επίθετό του. Καθηγητής Φιλοσοφίας στο
Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης-κάποια δυσμένεια τον έρριξε στον δρόμο κι έκτοτε
είναι αναγκασμένος να βαδίζει. Να οδοιπορεί στην αρχή ενός αιώνα που
προδιαγράφεται φοβερός. Βρίσκεται λοιπόν απ’ όσο μπόρεσα να κρίνω σε καλό δρόμο
για να γίνει ένας ήρωας της Φιλοσοφίας.
Αυτή ήταν η Μάρτιος Ειδο-μένη,
αυτά είδα, αυτά λέω.
Β.Η
Β.Η
αλήθεια, τι γεύση ΄εχουν τα σταφύλια της οργης; πικρη; στιφή; γλυκειά; και τι κρασί φτιάχνουνε; ζαλιστικό; φαντάζομαι σοβαρά ένα πιάτο σ' 'ενα πολύ καλό εστιατόρειο να το λ΄νεε 'τα σταφύλια της οργης'. θα ναι το ορεχτικό; το χωνευτικό; καλύτερα: ένα καλό κρασι. ενα κοκτέιλ πιο καλά. έχω ανάγκη να νιώθω τη γεύση των λέξεων των εικόνων των φράσεων των βιβλίων! και μοναχός ο τίτλος 'σταφύλια της οργής' με πάει σε γεύση.
ΑπάντησηΔιαγραφήσεφ, γύρνα καλίτερα στη κουζίνα. τι ανοησίες είναι αυτά που λες;
Διαγραφή