Κάθομαι στον «Μύλο», απέναντι απ’ το Πάρκο της Ναυαρίνου και περιμένω έναν ηλικιωμένο φίλο που έζησε χρόνια στο Παλιό Βερολίνο. Έχει αργήσει λίγο, αλλά αυτό μπορεί και να μ’ αρέσει γιατί μου δίνει την ευκαιρία να κάνω παρέα με τον εαυτό μου. Η γωνιά που έχω πιάσει, άκρη στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι, δίπλα στον καναπέ, κοντά στο παράθυρο, είναι στρατηγική και παρέχει πλήρη εποπτεία. Έτσι χουζουρεύοντας, το βλέμμα μου ακολουθεί τους περαστικούς. Δεν είναι και πολλοί. Είναι αρχή της άνοιξης, διστακτική μας ήρθε φέτος με συννεφιές και περαστικές βροχούλες και πότε -πότε βγαίνει ήλιος. Παρ’ όλα αυτά, πάντα στην ώρα τους, οι νερατζιές έσκασαν, τα μπουμπούκια τους γίνονται ανθός και τα βράδια ολόκληροι δρόμοι παραδίδονται στην άνοιξη και ευωδιάζουν.
Την προσοχή μου τραβά τώρα η μια φίλη της σερβιτόρας, κοπέλα καστανή με μακρύ κυματιστό μαλλί, μάτια αμυγδαλωτά, ίσια λεπτή μύτη και καλοσχηματισμένα χείλη. Αυτή η νεαρή γυναίκα είναι ένα πλέριο δείγμα ιωνικής ομορφιάς. Μια λεπτή πνευματικότητα αναδίδεται απ‘ τα χαρακτηριστικά της.
Μετά το βλέμμα μου φεύγει προς έναν μικρό πεζόδρομο που κατηφορίζει προς την Εμμανουήλ Μπενάκη. Περνάει απ’ το μυαλό μου η ακατάλυτη σειρά των γεγονότων. Να, εκεί στάθηκε ο αστυφύλακας όταν άφησε το περιπολικό, σήκωσε τα χέρια του που κράταγαν το όπλο, σημάδεψε και μετά έριξε. Κάποιος έπεσε. Μια παρέα πιτσιρικάδων ήταν. Πρέπει πιο πριν να είχαν ‘ρθει σε λόγια. Δυο ήταν στο περιπολικό, είχαν πάρει στο κέντρο να ρωτήσουν τι να κάνουν και τους διέταξαν να δώσουν τόπο στην οργή και να γυρίσουν πίσω. Αυτόν όμως τον νίκησε το γινάτι. Γνωστά τα όσα γίναν ως εκείνη τη στιγμή. Ύστερα απ’ αυτό τα πράγματα πήραν μιαν άγρια τροπή. Για όλους μας.
Έχω κάτσει αρκετές φορές στον Μύλο χωρίς ποτέ να σκεφτώ εκείνη την ιστορία. Τώρα όμως ίσως επειδή είμαι μόνος και ήσυχος…; Είν’ ή ώρα; Είν’ η ανοιξιάτικη βαρυσυννεφιά;
Να τώρα, μια παρέα καταφθάνει και πιάνει ένα τραπέζι έξω. Τους παρατηρώ έναν-έναν. Άντρες και γυναίκες γύρω στα πενήντα. Εντύπωση μου κάνει ένας απ’ αυτούς με σκούρο γυαλί που λέει κι όλο λέει και οι άλλοι γελάνε. Αυτός δίνει και την παραγγελία. Φαίνεται η ψυχή της παρέας.
Να τώρα όμως που η άλλη, η Ιώνισσα, ξεσηκώθηκε να φύγει Φοράει το σακιδιάκι της στην πλάτη, «δεν θα αργήσω» λέει, «πάω κι έρχομαι». Η φίλη της προσφέρθηκε να την συνοδέψει, «περίμενε, έρχομαι κι εγώ». Και φεύγουνε κι οι δύο σαν πουλιά που πετούνε δίπλα δίπλα και χώνονται στον πεζόδρομο που τραβάει κατά τη Μεσολογγίου και περνούνε τώρα το σημείο όπου στάθηκε και σκόπευσε ο φρουρός. Κι εκείνη τη στιγμή, Ω θεέ μου, έρχεται και σκάει στο μυαλό μου η εξής σκέψη: τίποτα δεν συνέβη εκείνη τη νύχτα, ή τουλάχιστον ο Γρηγορόπουλος είναι ζωντανός, και αυτή τη στιγμή ανεβαίνει με δυο φίλους και μια φίλη απ’ το σημείο που είναι το μνημείο, το σημείο όπου έπεσε. Είναι ένα όμορφο απόγευμα, μέσα απ’ τα σύννεφα σκάει ο τελευταίος ήλιος, οι δυο κοπέλες γνωρίζουν κάποιους απ’ την παρέα που ανεβαίνει, στήνεται για λίγο ένα κουβεντολόι εκεί στη μέση του πεζόδρομου, η κοπέλα με την ιωνική λεπτότητα γνωρίζεται με τον Γρηγορόπουλο και μια σημαντική ερωτική ιστορία αρχίζει που καταλήγει σε βαθύ δεσμό.
Έχουμε 2023, οπότε πάνε 15 χρόνια από ’κείνο το κακό. Τριάντα χρονών άντρας είν’ αυτός, λίγο μικρότερη αυτή. Ό,τι πρέπει! Κατόπιν, φτάνοντας με την παρέα του στον Μύλο χαιρετιέται με την παρέα που είναι έξω και μια άλλη κουβέντα αρχίζει.
Όμως όχι, αλλοιώς γίνανε τα πράγματα! Ούτε με την κοπέλα θα συναντηθεί ποτέ, ούτε με κάποιους από την παρέα που κάθεται έξω και γελά. Πιθανόν με τον φωνακλά αυτόν θα συνεργαζόταν κάποτε, θα ‘παιρνε ίσως μια δουλειά. Τώρα όμως αυτοί κάθονται εκεί, ανύποπτοι ότι χάθηκε η ευκαιρία να γνωρίσουν ένα νεαρό παιδί, έναν νεότερο συνεργάτη.
Όταν πεθαίνει ένας νέος άνθρωπος εξαφανίζονται όλες οι συνδέσεις, οι γνωριμίες, οι σχέσεις, οι δεσμοί που θα ‘κανε στη διάρκεια μιας ζωής. Ο κόσμος μένει φτωχότερος, αυτό το θαυμαστό πλέγμα, ο βαθύς ιστός, αυτό το υφαντό αποκτάει μια τρύπα.
Κοίταξα τις δυό κοπέλλες, θαύμασα το παράστημά τους, το βλέμμα μου τις ακολουθούσε όπως κατηφορίζανε κάτω τον πεζόδρομο με βήμα θαρρετό, πηδηχτό, όλο όρεξη για ζωή… και για πρώτη φορά ένοιωσα πραγματική λύπη για το θάνατο του Γρηγορόπουλου.
Β.Η.