Αλέξανδρε, έζησα στο Δυτικό Βερολίνο για λίγο, το '82-'83. Ήταν εκεί όπου περιορισμένος εντός των τειχών μπορούσες να νοιώσεις μια ελευθερία αδιανόητη αλλού. Κι ακόμα, λίγη ζεστασιά. Ταυτόχρονα ένα αρχιμήδειο σημείο στήριξης που ξύπναγε ελπίδες περί "ταν γαν κινάσω". Εκεί μέσα ανήσυχοι χαρακτήρες και αλλόκοτα πεπρωμένα συστρέφονταν διαρκώς σα δίνη για μια απειροελάχιστη στιγμή του χρόνου. Πιθανώς για μια-δυο δεκαετίες. Δεν είναι πολύ ούτε όμως και λίγο. Μια πόλη των συνόρων σα νησί και μια no man's land αφού κανείς δεν ήθελε να πάει εκεί να μείνει παρά μόνο λογιών-λογιών φυγάδες. Ήταν ταυτόχρονα μια φτωχομάνα. Οι φτωχοί μπορούσαν να ζήσουν εκεί καλύτερα από αλλού αφού η πόλη ήτανε φτηνή και επιδοτείτο συνεχώς απέξω.
Πάση θυσία το Δυτικό Βερολίνο έπρεπε να κρατηθεί στη ζωή. Σαν να μην έφτανε όμως αυτό, η Δύση είχε διαλέξει το σημείο για να το κάνει μια κουδουνίστρα ή έναν λαμπρό πολυέλαιο που να θαμπώνει τους αναξιοπαθούντες Ανατολικούς. Έτσι οι μεγάλες λεωφόροι ήταν λουσμένες στα φώτα και μπροστά σε κάποιες βιτρίνες ερχόσουν αντιμέτωπος με μια πολυτέλεια σχεδόν ασυγχώρητη, αλλά ατυχώς οι δικοί της αντιφρονούντες δεν έπαυαν να συρρέουν για να στήσουν ένα δικό τους ακατανόητο πανηγύρι. Στους πίσω δρόμους και στα φτηνά μπαρ ένοιωθες μια καρτερία τόσο τυπικά βερολινέζικη, σχεδόν νωχέλεια, όπου η μποεμία είχε βρει το καταφύγιό της. Μπορούσες να ζήσεις εκεί πέρα με ελάχιστα χρήματα. Αν τα πράγματα χειροτέρευαν είχες φίλους. Το χρήμα δεν αποτελούσε ποτέ σκοπό αφού υπήρχαν καλύτερα πράγματα να κάνεις. Διαφορετικά και μακρινά σύμπαντα συμβίωναν δίπλα-δίπλα σα να μην υπήρχε αύριο. Θαρρείς κι οι κάτοικοί του που είχαν δει τα πιο μυστήρια και αντιφατικά όνειρα να σβήνουν έχοντας αφήσει πίσω τους μόνο μια ωχρή, άλλα επίμονη ανταύγεια είχαν καλλιεργήσει την ήρεμη στοχαστικότητα και την αλληλοπεριχώρηση.
Καμμιά δεκαπενταριά χρόνια είχαν περάσει απ’ το ’68, τότε που σαν λάβα μες στους δρόμους κύλαγαν οι διαδηλώσεις κι ο ντόπιος πληθυσμός άφριζε και φώναζε απ’ τα πεζοδρόμια: Nach drueben! Εκεί να πάτε! Πέρα! Απέναντι, στους Ρώσσους! Η κατάσταση είχε τώρα κάπως μαλακώσει… Κάνεις ό,τι μπορείς και ζεις με τον γείτονα σου, έτσι δεν είναι; Κάποια πράματα όμως δεν ξεχνιούνται ολότελα. Και το μέρος, εννοώ το μέρος σαν τόπος, πάσχει από ηλεκτρισμό και κάθε τόσο υποτροπιάζει. Εδώ δεν ήταν που σήκωσαν απ’ το οδόστρωμα τον Ρούντι Ντούτσκε και τον έχωσαν σε ένα ασθενοφόρο με μια σφαίρα στο κεφάλι; Εδώ δεν κύλησαν οι 100 μέρες της Kommune 1 με την ένοπλη ποίησή της στην υπηρεσία της «ευγενικής υπόθεσης»; Εδώ, σ’ αυτή την πόλη, δεν ήταν που το ’19 τα Freikorps ξεπάστρεψαν τη Ρόζα και τον Καρλ Λήμπκνεχτ και ρίξαν το κορμί της Ρόζας στο Λαντβερκανάλ; Εδώ δεν κατέβασε αυλαία το Μπάουχάους; Εδώ δεν έγινε Καγκελλάριος ο Γιός της Γερμανίας κι εδώ δεν τελείωσε η απίστευτη ονειροφαντασιά του;
Το Βερολίνο πάντως που προοριζόταν για αυτοκρατορική πρωτεύουσα -κάθε είδους αυτοκρατορίας πρώτη πόλη- δεν φαινόταν να πολυσυμφωνεί με τέτοιες προοπτικές και είχε μάλλον τις δικές του φαντασιώσεις. Ίσως έφταιγε ότι είχαν κάνει την ανοησία να το θεμελιώσουν πάνω σε αρχαία έλη. Πράγμα που η Μάρλεν Ντήτριχ, γεννημένη Βερολινέζα, σα θηλυκό που ήταν, πρέπει να τό ‘νοιωθε καλά. «Είμαι, δόξα τω θεώ Βερολινέζα» έλεγε «και σαν γνήσια Βερολινέζα δεν υπέκυψε στις δελεαστικές προτάσεις του υπουργού Γκαίμπελς». Ένα σωρό άνθρωποι είχαν αναγκαστεί να φύγουν και σαν πρόσφυγες να γίνουν «άγγελοι κακών ειδήσεων» όπως, μια για πάντα, όρισε τους απανταχού πρόσφυγες ο Μπρεχτ· ο άνθρωπος με το στραπατσαρισμένο διαβατήριο. Κι αυτή πρέπει να ΄ταν η πρώτη ερείπωση! Όμως το ίχνος που άφησαν ήτανε βαθύ. Όταν το ’33 οι εθνικοσοσιαλιστές ανέβηκαν στην εξουσία κι άρχισε η φυγή των εξπρεσσιονιστών από τη Γερμανία, όταν οι ποιητές και οι στοχαστές της πήραν τον δρόμο για την εξορία, το κενό που άφησαν πουθενά δεν αντηχούσε όσο εδώ. Ακόμα και πενήντα χρόνια αργότερα μπορούσες ίσως ν’ ακούσεις σε κάποιες συφοριασμένες κνάιπε, στη σιωπή ανάμεσα σε δυο τραγούδια, παλιά γέλια και κάτι σα χαλασμένη μουσική· νότες από ένα κομμάτι του Κουρτ Βάιλ με τη φωνή της Λόττε Λένια.
Σ’ αυτή την μισοξεχασμένη πόλη τη γεμάτη αλάνες ανάμεσα στα παλιά κτίρια, όπου τα ερείπια ακόμα στέκονταν ορθά, ο πόλεμος είχε ίσως τελειώσει, αλλά η ειρήνη δεν είχε συνομολογηθεί. Υπό καθεστώς αποκλεισμού ο πληθυσμός ζούσε κάτι από την ατμόσφαιρα πολιορκίας που τόσες και τόσες πόλεις στο παρελθόν -πιθανώς πιο ένδοξες- είχαν ζήσει. Παρ’ όλα αυτά κανείς δεν ονειρευόταν να ξεφύγει, όπως σ’ άλλα μέρη πιο καλόφημα, αντίθετα άνθρωποι έρχονταν από πολύ μακριά για να γλυτώσουν.
Έπειτα, μια εκδρομή στον Ανατολικό τομέα για να βρεις τους Πανκ του Πρενσλάουερμπεργκ κατέληγε συχνά σε περιπέτεια. Κάποιοι σ’ έφερναν με αυτοκίνητο στις παρυφές της πόλης, ποδαρόδρομος σε χωματόδρομους μέσα σε λασπότοπους έως κάποια εκκλησιά όπου το εκκλησίασμα έψελνε ώσπου η λειτουργία σταματούσε ξαφνικά, ο ιερέας απεσύρετο και μπάντες έβγαιναν μπροστά σε ένα απρόσμενο πλήθος ζηλωτών που είχε μαζευτεί από παντού και στο οποίο ήταν διάσπαρτοι οι πληροφοριοδότες της μυστικής αστυνομίας. Συνεπώς το να διακοπεί η συναυλία, να πλημμυρίσει ο τόπος από στολές, να γίνουνε συλλήψεις και κάποια πρόσωπα να συρθούν στις κλούβες, ήταν κάτι αναμενόμενο. Γεγονότα που βεβαίως καθόλου δεν έκαμπταν το φρόνημα των παρευρισκομένων.
Σ’ αυτή τη χωρισμένη πόλη – σημείο έντασης δύο Κόσμων- μια άλλη, «παράξενη», ένταση επικρατούσε. Ήταν ένας ακατασίγαστος παλμός, μια ταχυπαλμία, και οι πρώτες γραμμές ενός πυρετού. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι -δυσανάλογα πολλοί- που «είχαν κάνει τον κόσμο προσωπική υπόθεση». Η πόλη τους τραβούσε σα μαγνήτης. Από τη στιγμή όμως που έφυγε το τείχος ήταν φανερό ότι έπαιρνε την άγουσα για να γίνει το τοπίο δύναμης που περιγράφεις. Παράξενο πολύ, το τείχος που την έπνιγε ήταν αυτό που έδινε ζωή στην πόλη! Μια ζωή που ήταν trash και απαράδεκτη για τη Δύση, σκάνδαλο για την Ανατολή, και όνειρο για μας. Από 'κείνα τα χρόνια φτιάχτηκε ο μύθος του Βερολίνου. Όλα αυτά όμως είναι τελειωμένα. Σαν έγινε ο γάμος, σαν παντρεύτηκαν οι δύο Γερμανίες, η γοητεία του κράτησε για λίγο, όσο η καλοπαντρεμένη κάνει να ξεχάσει τα αμαρτωλά της χρόνια.
Πήγα ξανά το '06 και το '07 χωρίς τίποτα να περιμένω -πήγα για δουλειά- παρ' όλα αυτά σε κάποιες γωνιές κάτι υπήρχε ακόμα από την αλλοτινή του γλύκα. Τόσο που ένα βράδυ αναφώνησα στους φίλους μου εκεί: αν πεθάνω παιδιά και ξανακατεβώ στη γη, να το ξέρετε, θα περπατάω στην Oranien... θα με βρείτε στην Oranien! Αυτά φίλε Άλεξ!