Νύχτωσε κι ένας-ένας άρχισαν να φεύγουν.
Ακούστηκε μια άγρια φωνή
έφυγε κι ο τελευταίος.
Κι απόμεινα μονάχος
μες στην άδεια την πλατεία.
Αφύλακτο το τέρμα
ξεχασμένο ένα σακάκι στη γωνία.
Κι απόμεινα μονάχος να στριφογυρνώ
και να κάνω με την μπάλα ντρίμπλες.
Φαντάστηκα τους φίλους μου
στο τραπέζι της κουζίνας
να τρων το βραδινό....
με κατεβασμένα μούτρα
κι από πάνω η ίδια επιτακτική φωνή.
Κι η μάνα σοβαρή.
Κι απόμεινα μονάχος να κλωτσώ
κάτι ξεγυρισμένα σουτ
απανωτούς ξερόμυτους πάνω στις
μάντρες
και τους τοίχους των σπιτιών-έ.
Φαντάζομαι τους φίλους μου
στα κρεβάτια να κοιμούνται.
Κάποια στιγμή μέσα στον ύπνο
τινάζεται ένα ποδάρι
και την άλλη
ένα κεφάλι
τεντώνεται
έξω απ’ τις κουβέρτες, να δώσει
κεφαλιά.
Η νύχτα προχωράει κι απόμεινα εγώ
να ρίχνω σουτ.
Τρομερά γκελ κάνει η μπάλα
ανήσυχα κοιμούνται οι φίλοι
ταραγμένα κοιμάται η γειτονιά
μες στον αντίλαλο απ’ τα ξερά τα
σουτ
και την ηχώ ενός αγώνα
που δεν λέει να τελειώσει.
Μα την αλήθεια,
τούτο το παιχνίδι δεν πρόκειται να
λήξει
αν δεν ξημερώσει.
Β.Η.