Μερικές φορές θα ‘βγαινες από το καταφύγιο, έχοντας χάσει
την αίσθηση του χρόνου, και θα ‘βρισκες σκοτάδι. Ήταν όμορφα τα τροχιοδεικτικά
όπως υψώνονταν με χάρη στον νυκτερινό ουρανό! Η πίσω πλευρά των λόφων που μας
τριγύριζαν, έφεγγε σαν πόλη που την έβλεπες από μεγάλη απόσταση αλλά δεν
έβλεπες από πού ερχότανε το φως. Μόνο τη φωταύγεια. Σαν ένας κρυφός φωτισμός να
τρεμοπαίζει πίσω απ’ τον ορίζοντα. Φωτοβολίδες έπεφταν παντού γύρω από τις
παρυφές της περιμέτρου ρίχνοντας ένα πεθαμένο άσπρο φως στο έδαφος. Μερικές
φορές υπήρχαν ντουζίνες απ’ αυτές αφήνοντας πίσω τους μια ουρά καπνού,
σκορπώντας λευκές σπίθες και νόμιζες πως σ’ οτιδήποτε έπεφτε το φως τους,
κοκκάλωνε σαν φιγούρα σε παιχνίδι ζωντανών αγαλμάτων. Οβίδες διέσχιζαν βουβά
τον ουρανό, ριγμένες από όλμους των 60mm, σκορπώντας λάμψη μαγνησίου για λίγα δευτερόλεπτα,
σκιαγραφώντας μια μελαγχολική επίπεδη έκταση. Μπορούσες να δεις τις εκρήξεις
των όλμων, πορτοκαλής και γκρι καπνός πάνω από τις κορυφές των δένδρων, δύο ή
τρία χιλιόμετρα μακριά. Μια στις τόσες φορές έβλεπες στις πλαγιές των λόφων μια
δεύτερη έκρηξη, πετυχημένη βολή- αποθήκη πυρομαχικών. Και ήταν όμορφα τη νύχτα.
Ακόμα και οι οβίδες που έρχονταν κατά πάνω μας για να μας σκοτώσουν ήταν
όμορφες τη νύχτα.
Τέτοιες στιγμές
μπορούσες να ξεχάσεις τις συνεχείς κακουχίες, τον ακραίο τρόμο από τα τραύματα
που είχες δει, τη μυρουδιά του αντισηπτικού κι ότι για μεγάλα διαστήματα θα
μπορούσες ίσως να κάνεις και χωρίς φαΐ, μιας και σου ’φτανε η αδρεναλίνη που το
σώμα σου παρήγαγε σαν τον πιο πιστό υπηρέτη. Μπορούσες να ξεχάσεις ότι τόσο
μεγάλο διάστημα συνομιλούσες με νεκρούς, μ’ αυτούς που είχανε πεθάνει και μ’
αυτούς που επρόκειτο να πεθάνουν από στιγμή σε στιγμή. Ότι ακόμα και τα όνειρα
που έβλεπες ήταν όνειρα κάποιου που είχε πεθάνει από καιρό.
Ο Τάνα, ένας από
τους παλιούς, κάπνιζε πίσω απ’ τους αμμόσακους. Στράφηκε και, κάνοντας ένα
πλήρες ημικύκλιο, πήρε το κράνος του. Πάμε! είπε. Έπειτα γλίστρησε κάτω με
κινήσεις που είχαν την αρμονία χορευτή. Μου θύμισε κάτι γέρους μαστόρους που
σοβάτιζαν διαγράφοντας αέναα τόξα μπροστά σε έναν τοίχο, με τέτοια φυσικότητα,
όπως κανείς αναπνέει. Λογικό, θα πεις, αφού το κάνανε όλη τους τη ζωή…. Όμως,
πόσο όμορφα είναι τα τροχιοδεικτικά που διαγράφουν την καμπύλη τους στο
νυχτερινό ουρανό! Πόσο αργά και γεμάτα χάρη, ένα όνειρο, τόσο απόμακρο απ’
οτιδήποτε επικίνδυνο. Μπορούσαν να σε κάνουν να αισθανθείς μια απόλυτη γαλήνη.
Μια μεταρσίωση που σ’ έβαζε πάνω απ’ τον θάνατο, αλλά δεν κρατούσε πολύ. Ένα
κτύπημα κοντά, μια στήλη καπνού ανακατεμένη με χώμα που ‘ρχοτανε πάνω σου κατά
ριπάς σε ξανάφερνε πίσω. Δαγκωμένα χείλια, σφιγμένες γροθιές. Δεν κατάφερνες
συχνά να δεις τις οβίδες. Ήξερες πως αφού είχες ακούσει την πρώτη είχες σωθεί
για την ώρα. Αν εξακολουθούσες να στέκεις εκεί έξω για να δεις το θέαμα, σου
άξιζε ό,τι κι αν πάθεις.
Στο τέλος του
καλοκαιριού ζήτησα μετάταξη στους Ανιχνευτές. Κανά δεκαριά σταλθήκαμε στο 6ο
Σώμα Κυνηγών.
…………………………………………………
Μετά, σώθηκε ο κάμπος και φτάσαμε στη θάλασσα. Μια έρημη
θάλασσα όλο πέτρες, φύκια και ρηχή. Το
κύμα δεν σταμάταγε να έρχεται ποτέ. Ψυχή στις ακτές! Μόνο χωματόλοφοι, κοντοί
θάμνοι και κατσίκια. Καταραμένος τόπος κι άνεμος. Ένα βράδυ εμφανίστηκαν
μπροστά μας, όπως λουφάζαμε γύρω απ’ τη χαμηλή φωτιά, σα Βελζεβούληδες και μας
έριξαν στα ίσα. Τρείς άντρες έμειναν στον τόπο κι ένας ακόμα ξεψύχησε το πρωί.
Τους δυο σκοπούς τους βρήκαμε με κομμένο τον λαιμό από αυτί σε αυτί. Ο τρίτος
δεν ξαναφάνηκε ποτέ.
Είχαν τα πρόσωπα
καλυμμένα με μαύρα μαντήλια, μόνο τα μάτια γυάλιζαν σαν καντηλέρια. Πώς να
πολεμήσεις ανθρώπους που το ‘χαν πάρει απόφαση να γίνουνε φαντάσματα;
Εμείς ραντίζαμε
τον τόπο, οι γεμιστήρες άδειαζαν στο πι και φι, αυτοί ρίχναν μια μόνο σφαίρα –
κατευθείαν στην καρδιά του πράγματος.
Φέρναμε μαζί μας την κόλαση κι αν η κόλαση είναι ένας τόπος εδώ ή κάπου αλλού, σίγουρα έχει σκοτάδι και φωτιά. Α, είναι ωραίο να μπαίνεις οπλισμένος σ’ ένα χωριό και να φωτίζεις τη νύχτα κι αν είναι μέρα, να σκοτεινιάζεις τον ήλιο. Ήμασταν οι Κύριοι του φωτός και των σκοταδιών. Οι θρήνοι συνόδευαν το φευγιό μας κι είχε γούστο που άρχιζαν κιόλας μόλις εμφανιζόμασταν. Κοίταγα τα ξαναμμένα πρόσωπα των συντρόφων μου καθώς φεύγαμε σα βουρκωμένο σύννεφο. Και η λάμψη στα μάτια τους δεν ήταν το αντιφέγγισμα μόνο από τις πυρκαγιές. Αυτή κι αν ήταν απόκοσμη ομορφιά! Εύχομαι να μπορούσατε να δείτε πώς έμοιαζαν οι άντρες. Πώς άλλαζε μέρα με τη μέρα, βδομάδα με τη βδομάδα, η εμφάνισή τους. Φορούσαν ό,τι φορέθηκε ποτέ στο παρελθόν σε ανάλογες περιστάσεις κι ό,τι ίσως φορεθεί κάποτε στο μέλλον. Περιποιούνταν τον εαυτούς τους και στολίζονταν σαν να πηγαίναν σε αποτρόπαιη τελετή. Ώρες-ώρες μοιάζαμε με θίασο μεταμφιεσμένων όπου ο καθένας ξεπήδησε από διαφορετικά μεσοδιαστήματα της Ιστορίας και με ευσυνειδησία και φροντίδα επεδίδετο σε σφαγές… πρόσωπα βουτηγμένα στον ιδρώτα πασαλείβονταν με στάχτη που απλωνότανε ωστόσο με μεγάλη τρυφερότητα. Μερικοί είχαν πραγματικό ταλέντο… μια φαντασία που ξάφνιαζε… που συνέθετε τα πιο ετερόκλητα πράγματα: αίφνης, ένα αγγελικό πρόσωπο σημαδεμένο με χαράξεις από μαχαίρι που ήταν «επ’ ανδραγαθία» και δυο άδεια μάτια πίσω από λευκό τούλι. Και είναι κρίμα που ποτέ δεν τους είδε κάποιος από τους μεγάλους Μαίτρ να περνούν σαν οπτασία σ’ αυτή την πασαρέλα του χαμού.
Τώρα, εδώ που τα
λέμε, θα ΄ταν ξεκαρδιστικό να παρελάσουν σ’ αυτό τον διάδρομο, μπρος στον καλό
κόσμο και τις κυρίες, οι δικοί μας, «αλευρωμένοι» με στάχτη και όλα τους τα
συμπράγκαλα. Δεν θα ξέραν από πού να φύγουνε οι καλοταϊσμένοι.
………………………………..
Υπήρχε κάποιος –
που δεν έζησε πολύ – που πήγαινε τρέχοντας στη μάχη σαν άτι με τη χαίτη ορθωμένη
που ψάχνει για φοράδες. Αυτός κάηκε από τη δαιμονική του νιότη. Και κάποιος άλλος,
όταν μας στρίμωξαν γερά μες στη χαράδρα της Γκ. - και το ΄χαμε αποφασίσει, πως
όλοι θα χαθούμε – που όρθιος μέσα στον όλεθρο και στον καταιγισμό έμοιαζε να
προσεύχεται σε έναν άγνωστο θεό. Αλλά αυτός έζησε λίγο παραπάνω.
Αν υπήρχε κάτι που
όλοι εκτιμούσαν βαθειά ήταν το θάρρος.
Το αληθινό θάρρος! Αυτό που πηγάζει από την περιφρόνηση προς τον θάνατο. Αν
πάλι κάτι μισούσαν ως το τελευταίο κύτταρο, ήταν να δειλιάσουν. Μισούσαν αυτό
τον καταραμένο φόβο που διαλύει τα σωθικά – και τον είδα μια φορά, σαν απλώθηκε
στους άνδρες, πώς έκανε τον στάσιμο αέρα να μυρίζει σα βρωμερό κουνάβι. Αντίθετα,
είδα, ξανά και ξανά, ανθρώπους κάτωχρους να τρέμουν στο πλησίασμά του
Επισκέπτη, αλλά η ζωή τούς έφευγε μέσα από σφιγμένα δόντια. Οπότε, φυσικά, αποκλειόταν
κάθε έλεος για τον αντίπαλο. Σαν να υπήρχε κάτι ανάερο και διάχυτο παντού, κάτι
σχεδόν πνευματικό, που έβλεπε· κι αν καταλάβαινε πως μαλάκωσες,
τότε ήσουνα χαμένος. Αυτή, νομίζω, ήταν η διαφορά μας με τον εχθρό. Αυτός ξεκίναγε
από κάτι απτό και υλικό· τη γη, τα παιδιά, τις γυναίκες.
Εμείς είχαμε βάλει σκοπό… να γίνουμε οι εαυτοί μας.
Παρ’ όλα αυτά, δεν
ήταν μόνο μια ή δυο φορές που νοιώσαμε θαυμασμό για έναν αντίπαλο που είχε
σκοτώσει πολλούς απ’ τους δικούς μας αναγνωρίζοντας την προσωπική του δύναμη.
Ίσως για αυτό επιδιώκαμε – αχρείαστα συχνά – τη συμπλοκή σώμα με σώμα που
μετράει την ανδρική δεινότητα.
Βρέθηκα μπρος σε
απίστευτες χορογραφίες που η ποικιλία τους εκτεινόταν από τη γελοιότητα ως ένα
φρικτό μεγαλείο. Κι ένοιωσα πολλές φορές ότι για τους άνδρες των αποσπασμάτων η
μάχη ήταν έκσταση και όργιο.
Μα την πίστη μου,
δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο από την έρημο! Αν μπορούσαμε να γυρίσουμε το παν
στην ακίνητη σιωπή των πετρωμάτων...
Να! εδώ είμαστε
αφού μπήκαμε στη Μπαλάτα. Η πόλη καιγόταν επί μέρες. Ένα νέφος από καπνό τη
σκέπαζε σα θόλος. Είχαμε πιάσει τους λόφους περιμετρικά της πόλης για να
εμποδίσουμε τα συνεργεία διάσωσης ενώ κάποιοι δικοί μας ήταν ακόμα μέσα και
αποτελείωναν όσους είχαν επιζήσει. Είχαμε στήσει τεράστια ηχεία και παίζαμε το
«Bridge over troubled water».
Εδώ είναι φωτογραφίες δικών μας με πτώματα αντιπάλων. Δεν ξέρω να το εξηγήσω,
ποτέ δεν φωτογραφίζαμε τους δικούς μας νεκρούς.
Πάντως, αν δεν με γελάει η διαίσθησή μου, σε κάποιες μύχιες στιγμές των συντρόφων μου είχα υποψιαστεί μια αδιόρατη νοσταλγία για την ήττα. Ένα βράδυ, σε ένα κενό μιας συζήτησης, κάποιος ξεστόμισε κουρασμένα: «τα τέρατα ούτε κατοικούν πουθενά, ούτε κοιμούνται ποτέ, ούτε ζουν πολύ. Μόνο κατατρέχουνε τους τόπους». Τα λόγια είχαν ειπωθεί χαμηλόφωνα αλλά είμαι σίγουρος πως ακούστηκαν απ’ όλους. Ούτε ο υπόγειος σαρκασμός τους πέρασε απαρατήρητος, μηδέ η λύπη. Μολαταύτα δεν έγινε κανένα σχόλιο. Σαν να μην ειπώθηκαν ποτέ. Σα να ρίχτηκε ασβέστης σε ‘κείνα τα φοβερά λόγια. Το χειρότερο όμως ήταν ένα τραγούδι που επαναλαμβανόταν αργά και μεγαλόπρεπα όταν ερχότανε η ώρα της μέθης γύρω απ’ τις φωτιές. Μίλαγε για ένα άσχημο κουφάρι σε ένα χαντάκι ενόσω βρέχει
Δεν θα ξαναδώ την πλατεία Β.
ούτε τους όμορφούς Μποέμ…
Άλλωστε, εμείς είχαμε
μια αποστολή που ήταν μοναδική: Ν’ ανάψουμε φωτιά που θα πυρπολήσει ολόκληρο τον
πολιτισμό και τις μηδαμινές αξίες του.
Γιατί αν υπάρχει κάτι
πολύτιμο σ’ αυτόν τον κόσμο, πιο πολύ κι απ’ το χρυσάφι, αν υπάρχει κάτι
πραγματικά αγνό, αυτό βέβαια είναι το αίμα. Κι αυτό το αίμα το σκορπούσαμε
εμείς παντού σε μια μαινόμενη σπατάλη. Το ποδοπατούσαμε γλεντώντας… κι αν σκοτωνόταν
ένας σύντροφός μας, πάλι τότε τον τιμούσαμε γλεντώντας γιατί πέθανε την υψηλότερη
στιγμή. Κι αν υπάρχει ένας θεός, καλός και σπλαχνικός όπως λένε, που νοιάζεται
για αυτό το αίμα και το εξοικονομεί, εμείς το σπαταλούσαμε με μιαν άγρια χαρά. Ζώντας
για την εκμηδένιση σηκώσαμε τα όπλα ενάντιά του. Γίναμε έτσι οι Στασιαστές κι ενός
Σκοτεινού Πρίγκηπα πραματευτάδες… Κάποιοι μας είχαν πει πως ο πόλεμος
τελείωσε! Αυτό μας έκανε να γελάμε.
Εμείς ήμασταν ο πόλεμος!
Εδώ υπάρχουν μια-δυο
φράσεις του Μπόρχες, μια σκηνή από την Ιλιάδα, εικόνες από το Βιετνάμ και τον
Λίβανο, μερικά λόγια ενός άνδρα των Freikorps από τη Γερμανία του ’20 κι ο «ανθός
της κοπριάς» της παγκόσμιας ιστορίας.