(τα Φαντάσματα της Βενζίνης)
Εκείνη τη χρονιά μια
πνοή άνοιξης φύσηξε μες στην καρδιά του χειμώνα. Βράδυ τού Δεκέμβρη πήρα ένα ταξί
απ’ τον Κεραμεικό. Το αυτοκίνητο διέσχιζε
τον λαβύρινθο των έρημων δρόμων σιωπηλά σα νεκροφόρα. Μόλις βρόντηξα την
πόρτα και ξεκινήσαμε άρχισα να νοιώθω την παρουσία μιας οντότητας βαρύτερης κι
από τον Κρόνο. Ένας υπέρτατος όγκος εκπομπών χαμηλής συχνότητας γέμιζε την
καμπίνα τού αυτοκινήτου. Κάποιος καθόταν στην πίσω θέση. Δεν ήμουν λοιπόν ο μοναδικός επιβάτης και σιγά-σιγά
διαπίστωνα ότι επρόκειτο για έναν καλοζωισμένο
κύριο με καμηλό παλτό. Μιλούσε στο τηλέφωνο - πιθανώς με μια εξ ίσου
αξιοσέβαστη κυρία - και μουρμουρίζοντας πνιχτά, όλο αγανάκτηση, διηγείτο πώς
ύστερα από μικρή περιπέτεια έφτασε ως ένα θέατρο που το βρήκε κλειστό και την
παράσταση ματαιωμένη.
Ανόητε! σκέφτηκα. Δες λοιπόν πως οι πόρτες ήτανε κλειστές
και οι θεατές άφαντοι γιατί το Θέατρο, το Μέγα Θέατρο, μεταφέρθηκε στους
δρόμους! Δεν βλέπεις γύρω σου τους ποιητές με τα φλόγιστρα; Δεν βλέπεις παντού
γύρω σου το Έργο; Δεν καταλαβαίνεις ότι η Ποίηση έρχεται;
…Αλλά την αμέσως
επόμενη στιγμή… μια χαμηλή φωνή ακούστηκε καθαρά, πίσω απ’ το δεξί μου αυτί σε
μια τυχαία σύμπτωση σιωπής (σίγουρα τυχαία;), μα εγώ δεν έδωσα σημασία.
Προσδεδεμένος στο κάθισμα παρατηρούσα έξω από τα τζάμια τα πολλαπλά πρόσωπα της
φρίκης... Τους σαλταδόρους και τις σκιές. Ναι, άκουγα συνεπαρμένος από μιαν
άγρια ομορφιά τις αέρινες φρικτές τραγουδίστριες!
Μου πήρε λίγα
χρόνια για να ξαναγυρίσω στον ψίθυρον εκείνο… Κι έλεγε, εκείνη η εμπιστευτική
φωνή: Δεν καταλαβαίνεις πως θα ζήσουμε σ’ έναν κόσμο εξεγέρσεων και καταναγκασμού;
Εξεγέρσεων και απελπισίας; Παγιδευμένοι στο μεσοδιάστημα ανάμεσα σε ζωή και
θάνατο; Καταδικασμένοι σε μια Ποίηση που δεν καταφέρνει ν’ αποκτήσει σώμα;
Αρχίζω πιά να
σιγουρεύομαι: πρέπει οι ίδιοι οι ποιητές να δώσουν σάρκινην υπόσταση στη φωνή
τους… να βάλουν το ίδιο το κορμί τους, τη ζωή τους, προσάναμμα σ’ αυτή την
υπόθεση φωτιάς.
Έκτοτε – και κάποιες φορές πιο παλιά χωρίς να
το ‘χω καταλάβει, μόνο τώρα συνειδητοποιώ ότι έχει ξαναγίνει – βρέθηκα ξανά
μέσα σ’ εκείνο το μυστηριώδες όχημα που ακόμα διασχίζει τους άδειους δρόμους.
Σαράβαλο τρακαρισμένο με την εξάτμιση να κρέμεται δεμένη, οι πόρτες του δεν
κλείνουν, προφυλαχτήρες σέρνονται στην άσφαλτο, μαρσαρίσματα και σπιναρίσματα τροχών
ώσπου μυρίζει λάστιχο καμένο και με λαμαρίνες που βροντούν, βγαίνοντας με αέναο
αγκομαχητό από γαλάζια σύννεφα βενζίνης ακόμα καταφέρνει να κινείται. Ο οδηγός
πάντα σιωπηλός, τον κοιτώ κλεφτά, δεν έχει στόμα. Τα μάτια μόνο κάποτε γελούν.
Δεν είμαι σίγουρος ούτε για το φύλο του. Αν είναι καν άντρας για γυναίκα. Μα
ούτε αυτό έχει σημασία. Γίνεται μια περιφορά. Δεν ξέρω καν ποιανού πράγματος.
Πότε κάθομαι πίσω μοναχός, πότε δίπλα, στη θέση του συνοδηγού. Τότε το πίσω κάθισμα
γεμίζει πλάσματα. Πότε μιλούνε δυνατά, πότε ψιθυρίζουν. Δεν καταλαβαίνω πάντοτε
τι λεν, μόνο λίγες λέξεις αρπάζω σε γλώσσες γνωστές και άγνωστες. Κι αυτά που
πιάνω είναι πάντα διφορούμενα… Ανεβαίνουν - κατεβαίνουν, απ’ το πουθενά
έρχονται, στο πουθενά πηγαίνουν. Κάποια φορά σε μια διεύθυνση κάποιοι τους
περιμένουν στο κατώφλι… Άλλοτε μια έρημη διασταύρωση και το κόβουν με τα πόδια.
Οι ίδιες καταραμένες συνοικίες
η μια στρογγυλή πλατεία
μετά την άλλη
η ίδια αιώνια κούραση
των δρόμων…
είμαστε τα Φαντάσματα της Βενζίνης.
Άλλοτε το όχημα
μετατρέπεται σε βάρκα. Ο ίδιος πάντα άνθρωπος, αμίλητος, είναι ορθός μ’ ένα
κοντάρι. Διασχίζουμε τις σκοτεινές Αχερουσίες. Πότε μεταφέρομαι σαν επίσημος
νεκρός, πότε είμαι μπροστά με το σκαντάλι και μετρώ το βάθος. Ήχος νερών,
άπειρος κόσμος ψιθύρων… Είναι η φιλήδονη ουσία που υπάρχει πριν απ’ όλες τις
μορφές τής ηδονής. Μπας και είναι η καταγωγή τού κόσμου;
Και κάποτε βρίσκομαι
σ’ ένα νυσταγμένο αεροδρόμιο σε μια χώρα που δεν γνωρίζω… Παρατηρώ τα κύματα
της ζέστης που διαθλούνε τις γραμμές. Μήπως τούτες οι μορφές, τούτες οι ανάερες
γραμμές, είναι μόνο το ύστατο κάλυμμα μιας τελειωτικής γύμνιας; Ακίνητο,
τυλιγμένο στη σιωπή, περιμένει ένα αλλόκοτο αεροσκάφος σε έναν διάδρομο μακριά
από τα κτίρια του αεροδρομίου. Μεταφέρομαι εκεί χωρίς διατυπώσεις. Με πηγαίνουν
συνοδεία. Ο ίδιος πάντα άνθρωπος δίχως στόμα έχει αναλάβει κι εποπτεύει τη
διαδικασία. Κάποτε η αναχώρηση έρχεται ύστερα από μακρά αναμονή και γίνεται στο
πιο βαθύ σκοτάδι. Τρεις ή τέσσερις η ώρα, λίγο πριν το χάραμα, τότε που η νύχτα
αγωνίζεται ακόμα και με τα σωθικά της να κρατήσει έδαφος από την προέλαση του
αρχαίου Sol Invictus, του Ανίκητου Ηλίου… που ‘ρχεται από τα
ανατολικά τα βάθη και μια βουβή και λυσσασμένη πάλη γίνεται μέσα στην Πλάση.
Πότε είμαι κρατούμενος, πότε έρχομαι και κάθομαι στην άδεια θέση τού
συγκυβερνήτη.
Άλλοτε, είναι πάλι
τροπικό μεσημέρι όταν προαιώνιο σκοτάδι προχωράει μέσα στο εκτυφλωτικό φως κι
απλώνει μουγκαμάρα· όλα κείτονται κυκλωμένα από αλλόκοσμη σιωπή γεμάτη
κρυφούς ήχους. Ο τζίτζικας κι η σαύρα ακινητούν. Μόνο το μάτι τού κουρκούταυλου
ανοιγοκλείνει μια στιγμή μέσα στον άπειρο χρόνο. Κι εγώ περιμένω την επόμενη
φορά, αγωνιώντας για έναν καλύτερο χρησμό από το προφητικό ερπετό. Ποτέ δεν
ξέρω αν όλα αυτά είναι για καλό ή για κακό. Ούτε αυτό όμως μοιάζει να έχει
σημασία.
Δίχως άχνα γύρω μου
κοιτώ. Βλέπω παντού το καθήκον και το συμφέρον να δένονται αριστοτεχνικά στην
υπηρεσία των εξουσιών. Βλέπω λευκές σημαίες, μια-μια, να υψώνονται διστακτικά.
Παντού μυρίζει φόβος. Πηχτός σα να κόβεται με το μαχαίρι. Αποτρόπαια μυρουδιά· κάτι πνιγηρό! Αρχίζει ο σιωπηλός πανικός που ακολουθεί πάντα κατά πόδας την
προδοσία. Μετά ακούγονται ποδοβολητά, πνιχτές διαταγές και κάποιοι αναλαμβάνουν.
Όμως εγώ δραπετεύω. Χωρίς να διασταυρώσω τη ματιά με τους νεοφερμένους, σαν να
‘μαι αόρατος, περνώ αλύγιστος ανάμεσό τους. Εγώ ο καταγραφέας φεύγω! Με ένα πυκνογραμμένο
τετράδιο στη μασχάλη - το μόνο που ενδιαφέρομαι να σώσω. Στέκομαι για μια
στιγμή ψηλά στις πλαγιές. Αδύνατον να μη στραφώ γιατί η βουή είναι πάντα
τρομερή· φτάνει ως την συντέλεια του κόσμου. Και στο
τέλος έρχεται πάντα η φωτιά. Είναι η Τροία που καίγεται τόσον καιρό.
Περπατώ μονάχος
δρόμο μακρύ. Ύστερα με περιμένει ένα αμάξι. Μια βάρκα. Ή φτάνω ξανά σε ένα
ακόμα μοναχικό αεροδρόμιο.
Β.Η.