Εκείνα τα ξημερώματα, αρχή καλοκαιριού, ξαναγαμηθήκαμε με
την Ντ. που ‘χαμε για κάμποσο καιρό χαθεί. Από βραδύς είχαμε βρεθεί σε μια
φοιτητική εκδήλωση και μαζί μια φίλη της κι από δίπλα ένας συμφοιτητής που ‘χε
πάρει τη φίλη από κοντά. Ύστερα από μακριά περιπλάνηση μες τους φωτισμένους
δρόμους καταλήξαμε στην Αγορά, σ’ ένα χυδαίο υπαίθριο ταβερνείο, να τρώμε και
να πίνουμε φτηνό κόκκινο κρασί. Πιο ‘κει ένας νταβάς και η πουτάνα του έτρωγαν
κι αυτοί. Όλα τα τραπέζια ήταν γεμάτα, ένα σωρό άνθρωποι δοσμένοι σε μια
πανδαισιακή ολονυκτία, έπαιρναν δυνάμεις για να βγει η νύχτα.
Την πήρα πισωκολλητά μες το γκρίζο χάραμα, σε λευκά
σεντόνια, πάνω σ’ ένα χαμηλό λιτό κρεββατάκι και η Ντ. βόγκαγε: Α, αχ, τι γλύκα
είν’ αυτή! Ύστερα κοιμηθήκαμε για λίγες ώρες σβησμένοι από τον ολονύχτιο κάματο
στεφανωμένοι απ’ τον έρωτα.
Το λοιπόν, εκεί που τρώγαμε, ξέσπασε φασαρία. Η πουτάνα
ξαφνικά άρχισε να ωρύεται και να βρίζει έναν από τους πελάτες. Ακολουθώντας το
βλέμμα της καταλάβαμε ότι τα ‘χε βάλει με έναν γεράκο στην άλλη άκρη: Τι κοιτάς
ρε παλιομαλάκα; Τι κοιτάς; Και συνέχιζε έτσι επί ένα ολόκληρο λεπτό, ακατάσχετο
υβρεολόγιο. Τώρα, για όποιον έχει μια στάλα φινέτσα μέσα του είναι ό,τι πιο
ελεεινό, μια γυναίκα να έχει τέτοιο στόμα. Τα τραπέζια γύρω είχανε παγώσει
περιμένοντας το χειρότερο να ξεσπάσει. Ο νταβάς, ψύχραιμος, στραμμένος πλάι, αμέτοχος,
με ανοιχτό σταυροπόδι, έχοντας αποσώσει το φαΐ του, κάπνιζε. Το αν είχε ο γέρος
ρίξει καμμιά ματιά ή όχι, κανείς μας δεν μπορούσε να το πει, μιας και ως τότε
ήμασταν απόλυτα συγκεντρωμένοι σε ό,τι συνέβαινε μες τα όρια του τραπεζιού μας.
Πάντως τώρα, ο γεράκος καθόταν ζαρωμένος με τα πόδια ενωμένα και τους ώμους
μαζεμένους κι έκανε πως τρώει αλλά ξεροκατάπινε πικρό φαΐ. Εν τω μεταξύ η
πουτάνα ησύχαζε για λίγο και μετά ξανάρχιζε. Για κάμποση ώρα η κατάσταση
ισορροπούσε στην κόψη του ξυραφιού. Γινόταν φανερό ότι άλλο δεν επεδίωκε παρά
να βάλει τον νταβατζή μέσα στον καυγά που μόνη είχε στήσει. Ήθελε, το άθλιο
υποκείμενο, σερνόταν και το απαιτούσε, μια απτή απόδειξη της αφοσίωσής του. Και
τι θα μπορούσε να ‘ναι πιο απτό από μερικές σφαλιάρες;
Τότε ο νταβάς γύρισε το κεφάλι μισή στροφή και με πεσμένο
βλέφαρο κοιτώντας χαμηλά προς τη μεριά της έκανε ένα: Πάψε ρεεε!
-Μα δεν βλέπεις τον πούστη; τσίριξε αυτή
-Πάψε ρε, σου είπα! της έκανε υπόκωφα. Και δεν έχω ξαναδεί
πιο γρήγορο κατέβασμα αυλαίας.
B.H