Σύντροφοι αγαπημένοι, κάποιες στιγμές με πιάνει νοσταλγία
για το τυπωμένο χαρτί και το δεμένο βιβλίο και στέλνω γραπτά σε οίκους και
περιοδικά. Πάντα η απάντηση που παίρνω (μερικές φορές ύστερα από μήνες) είναι η
ίδια στερεότυπη και ευγενική απόρριψη.
Πάντα είχα την
άποψη ότι λίγοι άνθρωποι ξέρουν πιά να γράφουν σ’ αυτή τη χώρα, μιας και για να
γράψεις καλά πρέπει να ’χεις ζήσει και ποιος μπορεί σήμερα να περηφανευτεί για
κάτι τέτοιο! Πρόσφατα όμως σιγουρεύομαι ότι πολύ λίγοι επίσης ξέρουν και να
διαβάζουν. Διαπιστώνω δε, ότι τόσοι πολλοί ακατάλληλοι άνθρωποι βρέθηκαν σε
κάποιες θέσεις και επιπλέον, ότι όσοι ξέρουν ακόμα να διαβάζουν δεν κατέχουν
καμμία θέση σ’ αυτόν τον κόσμο.
Τόσο εγώ, που,
έχοντας μια ζωγραφική παιδεία και μια αγάπη για το σχέδιο, πέρασα στο γράψιμο,
όσο και κάποιοι ζωγράφοι που εδώ και δεκαετίες πήραμε τον δρόμο για τον Νότο, συνειδητοποιούμε
ότι αν δεν ήταν η λαϊκή Αγγλία, η τρυφερή Σκανδιναβία που ονειρεύτηκε μια
πατρίδα στον ήλιο, και η κραταιά Γερμανική εργατική τάξη να μας δώσουν το o.k, ότι δηλαδή, καλώς στεκόμαστε σε μια
γωνιά του δρόμου και κάνουμε ό,τι κάνουμε, να μας πληρώσουν για τον κόπο μας
και να μας δώσουν ένα εγκάρδιο χτύπημα στην πλάτη, αν δεν υπήρχαν εκείνες οι
γυναίκες να μας αγγίξουν τρυφερά στον ώμο για τη ζωή που δώσαμε στο βλέμμα
τους, όχι μόνο δεν θα ‘χαμε τα μέσα για να ζήσουμε αλλά θα είχε ίσως γεμίσει
και η καρδιά μας πίκρα.
Ας συνεχίσω λοιπόν
κι εγώ να σας στέλνω τους εγκάρδιους και συντροφικούς χαιρετισμούς μου από
τούτες τις σελίδες, ας συνεχίσουν και οι φίλοι μου να ζωγραφίζουν τις νύχτες
βουβοί στα εργαστήριά τους… κρατήσαμε μια σταθερή στάση έξω από «πράγματα» που
ήταν αξιοπεριφρόνητα αλλά Τύχη ευγενική μας ένευσε και έδειξε μακριά στον Νότο
κι έτσι δεν κλειστήκαμε έξω από τον κόσμο.
Εδώ, τα
καλοκαίρια, μπαρκαρισμένος καλλιτέχνης, υψώνω το χέρι κι ακουμπώ με το κάρβουνο
το αγριωπό χαρτί, οι παλιοί δάσκαλοι παρακολουθούν και κρίνουν… δεν μπορώ να πω
ότι κάνω ακριβώς Τέχνη, ένας τεχνίτης είμαι, σαν λιθοξόος σαν τσαγκάρης. Άνθρωποι
από παντού έρχονται προς το μέρος μου και με εμπιστεύονται να «ξανασχεδιάσω» το
πρόσωπό τους, όπως εμπιστεύονται έναν τσαγκάρη να τους φτιάξει ένα παπούτσι για
να συνεχίσουν να βαδίζουν.
Όπως αυτοί, νοιώθω
κι εγώ την πρόκληση από την αντίσταση των υλικών κι ο έλεγχός τους μού ξυπνά
έναν σιωπηλό ενθουσιασμό… κάποιες φορές το κάρβουνο είναι ατίθασο κι άλλες
απλώνει μαλακά σα μελάνι, και κάποιες ευτυχισμένες στιγμές οι ράγες, οι
αύλακες, του χαρτιού «φθείρουν» το μαλακό παστέλ με τέτοιο τρόπο ώστε το χρώμα να
καλύπτει επιφάνειες σα να αναβλύζει από πηγή. Μιας μάχης τ’ αποτύπωμα πάνω στο
χαρτί είναι αυτό που παραλαμβάνει ο πελάτης. Και πάντα η ίδια παλιά χαρά ενώπιον
ενός στιβαρού σχεδίου!
….κι ακόμα το
εξής: αν και δεν δουλεύω πια ζωντανό πορτραίτο αλλά, ακολουθώντας τις τάσεις
των καιρών, δουλεύω από φωτογραφίες, μηχανικά και αβαθή αποτυπώματα του
ζωντανού μοντέλου… το σχέδιο πάνω στο χαρτί έχει ένα βάθος και μια υφή που
λείπει από τη φωτογραφία που χρησιμοποιώ. Παρ’ όλη την τεχνική πρόοδο, που
σκοπό έχει να εφησυχάζει, τίποτα δεν γλυτώνει απ’ το Άπειρο όταν αυτό σηκώνει
τα μανίκια!
…και δεν είμαι εγώ παρά ένας «μεσάζων» ανάμεσα σε έναν κόσμο
απροσδιοριστίας και ανθρώπους που δεν ευχήθηκαν παρά την καλήν ασφάλεια κι
έκτοτε ζουν νοσταλγικοί.
…και δεν είμαι εγώ παρά ένας «μεσάζων» ανάμεσα σ’ αυτόν τον
κόσμο και κάποιον άλλον αφού μού φέρνουν και τους νεκρούς τους. Ούτε μου
διαφεύγει η ιερότητα της στιγμής όταν μια κόρη φέρνει την υπέργηρη μητέρα για
να έχει μια εικόνα της όταν αυτή δεν θα είναι κοντά της.
Δεν μπορώ να πω ότι κάνω μεγάλη Τέχνη αλλά,
ενδεδυμένος τον νυχτερινό μανδύα της ζωγραφικής, κάποια ίχνη της παρεισφρύουν
μέσα στο πορτραίτο, ένα ενιαίο φόντο ηρεμεί και στηρίζει την πολυπλοκότητα από
τις φόρμες του προσώπου, ένα αδιόρατο μπλε ξυπνά μια τάση προς
ονειροπόληση, μια φωτεινή σκιά χαμηλόφωνα υπαγορεύει, κάποιες χρωματικές
σχέσεις προκαλούν την έκπληξη, μια κρυφή γοητεία αλλάζει κάποια δεδομένα.
Τότε, άγνωστοι σε
μένα άνθρωποι που παρατηρούν με την άκρη του ματιού τους, με κάποιο νεύμα, μια
κουβέντα, επικροτούν όλη αυτή την διαδικασία, συμπαρίστανται στη μάχη που δίνει
ένας χειρώνακτας σαν κατά κάποιο τρόπο να τους αφορά προσωπικά. Τη στιγμή που
το χέρι που κρατά κάρβουνο ή μολύβι υψούται με κάποιο κρυφό φόβο για ν’ αγγίξει
πρώτη φορά το άδειο χαρτί, ένας μακρινός απόηχος που φθάνει από τα σπήλαια τούς
περιτυλίγει. Τι και αν έρχονται από ένα υπερτεχνολογικό σύμπαν, τι κι αν το «τεχνικό πνεύμα» έχει, από καιρό,
αποσπάσει τη συγκατάθεσή τους… η αρχαιότητα θα κοιμάται μέσα στον άνθρωπο ως το
τέλος του κόσμου.
Είν’ αλήθεια πως,
τελευταία, τούτο το παράξενο επάγγελμα όπως και άλλες πιο επίσημες
δραστηριότητες αντιμετωπίζει κάποιες δυσκολίες, εγώ όμως ένας «πλανόδιος» και
«αυτόκλητος», ένας καταγραφέας, νοιώθω
τυχερός απολαμβάνοντας μια προνομιακή θέση για την παρατήρηση κάποιων φευγαλέων
όψεων της ανθρώπινης ψυχής. Μπορεί τα άλλα τα λεφτά να λιγόστεψαν αισθητά αλλά
τα ψυχικά λεφτά δεν είναι καθόλου αμελητέα. Και νοιώθω διπλά τυχερός γιατί, σε
όλη τούτη την πορεία, (κι ούτε που με βάρυναν ποτέ!) ολόκληρα «φορτώματα» από
ένα αχανές παιδικό νοικοκυριό διασώθηκαν μαζί μου… Πράγματι, άλλοι άνθρωποι απόμειναν
πάμφτωχοι!
Κι αν κάποτε, ένας
νεαρός, σχεδόν παιδί, μισοξαπλωμένος σ’ έναν καναπέ στη Σκανδιναβία και αφήνοντας
το βλέμμα του να πλανηθεί στον απέναντι τοίχο και στο καδραρισμένο πορτραίτο
κάποιων συγγενών του, νοιώσει μιάν ανεξήγητη συγκίνηση και ταυτόχρονα απορία: πώς
από το χάος γραμμών και από την εναλλαγή όγκων φωτός και σκιάς ξεπροβάλλει μια
μορφή από έναν κόσμο «ανύπαρκτο» κι όμως αόριστα «γνωστό» και πώς κάποιο
μυστήριο τείνει να τού φανερωθεί παραμένοντας όμως διαρκώς σε κάποιες «παρυφές»,
τότε ένα μέρος του έργου μου θα έχει εκπληρωθεί. Και είναι αυτό η προεργασία
για να τού γίνει κατανοητή η μεγάλη Ποίηση του Καιρού μας η οποία γράφεται
ανελλιπώς στο περιθώριο μιας εργασίας σχεδόν «ανεπίσημης» και σε χρόνο και τόπο
ορισμένο.
Όσον αφορά εμένα
και τις ανομολόγητες φιλοδοξίες μου, πάντα θα παραμένω ένας νοσταλγός του
εαυτού μου.
Β.Η