Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Αμερικανοί Άγγελοι και Απόκληροι




    Πάνω σ’ ένα τραίνο που έρχεται από την Ατλάντα και πιο πίσω, από τη Λουιζιάνα, ερχόμενος από το Κόρπους Κρίστι-Τέξας κι από κει πιο πίσω, απ’ το παλιό Μεξικό, ταξιδεύω για τη Νέα Υόρκη. Διασχίζοντας την Πενσυλβάνια το τραίνο περνάει στις παρυφές παλιών βιομηχανικών πόλεων. Φαντάσματα εργοστασίων με εκατοντάδες σπασμένα παράθυρα, προαύλια και μάντρες με σωρούς από σκουριασμένα σιδερένια εξαρτήματα και μετά συνοικίες, απέραντες συνοικίες και προάστια, όπου αυλές με καμένα γρασίδια και μονοκατοικίες με άδειες βεράντες, όπου στα τρία σπίτια τα δύο έχουν καρφωμένες σταυρωτά ξύλινες τάβλες στα αμπαρωμένα  παράθυρα. Στους έρημους δρόμους νέγροι βαδίζουν σα σκιές και φτωχοί λευκοί ατενίζουν τα τραίνα που περνούν με άδεια μάτια. Είναι φανερό, το Κεφάλαιο ευλόγησε κάποτε αυτούς τους τόπους κι ύστερα έστρεψε αλλού την εύνοιά του αφήνοντας πίσω κακομοιριά κι ερείπια.
    Είναι αυτοί οι τόποι όπου στρατολόγοι των πεζοναυτών σεργιανάνε σαν τους Ιεχωβάδες και χτυπάνε πόρτες αλιεύοντας ζωές. Ντυμένοι με κόκκινες πλουμιστές στολές και λευκά σειρήτια ξεμοναχιάζουν τους πιτσιρικάδες και μετά πιάνουνε τη μάνα. Όλο θωριά, υπόσχονται μισθούς, ταξίδια στον κόσμο και πενταετή φοίτηση στο κολλέγιο μετά την αποστράτευση. Οι φουκαριάρες οι μάνες- πατέρας σπάνια υπάρχει- διώχνουν τα παιδιά τους. Οι φίλοι τους, πεθαμένοι απ' τα ναρκωτικά και ανταλλαγές πυροβολισμών. Κι όσοι ζουν ακόμα, μπαινοβγαίνουνε στις φυλακές και, μπλεγμένοι στις συμμορίες, με το ζόρι θυμίζουν το «πουλαράκι τους» που κάποτε υπήρξε.
    Και μετά, στο Αφγανιστάν, στο δεύτερο Ιράκ, πέσαν στα χειρότερα. Στριμωγμένοι στ’ αεροπλανοφόρα περιπολούν στον κόσμο, παρόντες σ’ όλους τους πολέμους της αυτοκρατορίας. Εκρήξεις-παγιδευμένα αυτοκίνητα στην αγορά της Βασσόρας, πάνοπλοι σαν αστακοί σ’ ένα σταυροδρόμι στη Φαλούτζα. Εκατοντάδες τυφλά παράθυρα γύρω τους και το μοναχικό όπλο που βροντά. Ελεύθεροι σκοπευτές και μια φωνή μ’ αντίλαλο στα άδεια κτίρια τούς υπόσχεται πως ποτέ δεν θα γυρίσουν πίσω. Βάναυσοι στους ντόπιους, τρέλλα, φόβος.  
    Και γυρίζουν. Η μάνα κλαίγοντας αγκαλιάζει το γιό της. Που επέστρεψε ζωντανός κι όχι μέσα σε φέρετρο σκεπασμένο με την αμερικάνικη σημαία. Δεν ξέρει η φτωχιά πως αυτός που αγκαλιάζει δεν έχει μέσα του ζωή αλλά είναι ένα κούφιο κέλυφος γεμάτο εφιάλτες. Στο εξής σαν ξένος θα γυρνά δω κι εκεί στην παλιά πατρίδα. Τι να πει και με ποιόν αν δεν βρέθηκε και κείνος στη Φαλούτζα! Ναι, έτσι είναι! Αυτοί οι γιοί δεν γύρισαν ποτέ απ’ τη Φαλούτζα. Υπάρχει πολύς πόνος κι απελπισία στην Αμερική.
                                                …………………….

    Ένας «εραστής» της κακιάς ώρας, με μπότες και καπέλο, φτάνει με λεωφορείο από το Τέξας στη Νέα Υόρκη με σκοπό να γνωρίσει εύπορες κυρίες. Συναντάει στους δρόμους έναν αλητάκο που βήχει διαρκώς. Οι δυό τους προσπαθούν μάταια να πιάσουν την καλή. Η κακοδαιμονία και ο χειμώνας της Νέας Υόρκης σιγά-σιγά τους καταβάλουν. Μια συντροφικότητα αναπτύσσεται αργά κι επίπονα ανάμεσα στους δύο άντρες. Ο κάου-μπόυ παίρνει τον άρρωστο φίλο του με το λεωφορείο στη Φλόριντα. Φτάνοντας 'κει κάτω, στον ζεστό καιρό και τους φοίνικες, αγοράζει λουλουδάτα πουκάμισα και για τους δυό. Πολύ αργά! Ο φίλος του τού «φεύγει» μέσα απ’ την αγκαλιά. Υπάρχει πολύς πόνος κι απελπισία στην Αμερική.

Midnight Cowboy. Η ματιά  του Βρετανού Τζων Σλέσσιγκερ στην Αμερική του ‘70. Ίσως έπρεπε να ‘σαι Ευρωπαίος για να δεις την Νέα Υόρκη με τέτοια μάτια το 1970. Δεν χρειάζεται πια να 'ξετάζεις 'διαίτερα αυτή τη χώρα. Σήμερα όλος ο κόσμος ξαναγίνεται τραγικός.
                                            ……………………………

    Ο Murli πέρασε έναν χρόνο στην Ιθάκη. Έκανε tai chi, έπαιζε σαξόφωνο, μελετούσε ζεν και υπαρξιστική ιατρική και πέρναγε τον χρόνο του με τους ψαράδες. Αυτό που θα έπεφτε απάνω του μπορούσε να περιμένει ακόμα λίγο. Γυρίζοντας στην Αμερική αρρώστησε από θυρεοειδή, έχασε τη δουλειά του και φυσικά πολύ σύντομα το σπίτι του. Δεν αντέχουν οι Άγγελοι στην Αμερική. Κι αν ξέρει ένας θεός πόσο τους χρειάζεται αυτή η χώρα!
     «Έτσι βρέθηκα στον δρόμο. Επειδή όμως δεν ήμουνα πρεζάκιας, ούτε αλκοολικός, ούτε είχα ψυχολογικά προβλήματα, πολύ γρήγορα - σε έξη μήνες - συνήλθα απ’ το χτύπημα και έπιασα δουλειά στις soup kitchen». Εκεί δηλαδή που δίναν συσσίτια στους αστέγους. Πρέπει να τον είχε τραυματίσει η ξαφνική έκπτωση και καταστροφή της ζωής του γιατί μου τα διηγήθηκε όλα αυτά με ένα ελαφρύ χαμόγελο σαν να είχαν συμβεί σε άλλον. Ήταν όμως άνθρωπος στοχαστικός ο Μurli και σε καμιά περίπτωση κάποιος που θα μετακινείτο γρήγορα απ’ την πηγή του πόνου - που θα ‘φευγε μακριά απ’ αυτό που είχε γίνει, αυτό που τού ’χε  συμβεί. Έτσι λούφαζε δίπλα στην «πληγή» όσο αυτή έκλεινε και δούλευε στις κουζίνες. Κι εξοικειωνόταν με αυτό που είχε ζήσει βοηθώντας τώρα εκείνους που είχανε σταθεί σύντροφοί του στην αγριότητα.

    Συνάντησα τον Murli, φέρνοντάς του χαιρετίσματα από κοινό φίλο, νωρίς ένα μεσημέρι στο Muddy Waters café, ένα φτωχό συνοικιακό cafe, στο Mission, στο Σαν Φρανσίσκο. Κάναμε αρκετή παρέα, γυρίσαμε δω κι εκεί στο Bay Area κι ένα απόγευμα πήγαμε στο Berkeley - στα πεδία των παλιών μαχών. Ήταν ένα ψηλός, ευτραφής, πρόσχαρος άνθρωπος με ένα χιούμορ όμως που, καμιά αμφιβολία, είχε συνείδηση του λάκκου μπρος στον οποίο στέκεται ο Άνθρωπος. Ένα βράδυ μάς πήρε να δούμε το «σπίτι του». Τού πληρώνανε ένα δωμάτιο σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο. Ήτανε κάτι σαν ξενώνας για απόκληρους - κανονική προέκταση των δρόμων. Είχε μια κοπέλα, την Annete, που είχε έρθει κι αυτή μαζί μας. Η φωλιά του ήταν πολύ λιτή. Ένα  μονό κρεβάτι, μια καρέκλα, ένα τραπέζι, ελάχιστες αποσκευές. Κι ένα από τα πρώτα λαπ-τοπ. Ήταν 1994. Στους διαδρόμους γινότανε χαμός. Φτωχοδιάβολοι πήγαιναν πάνω κάτω και τον χαιρέταγαν με τελετουργικές στακάτες χειραψίες όλο συμβολισμούς που υποδήλωναν συνάφεια. Συνέχεια έρχονταν και φεύγαν, κι ένας ηλικιωμένος ψηλός και μελαγχολικός μαύρος με ιερατική όψη και φωνή βαρύτονου τού πέταξε από έναν καναπέ: Hi Murli it’s good you are back! Δίχως άλλο ήταν αγαπητός ο φίλος μας κι όλοι τον αναγνωρίζανε σαν homeboy. Η Annete ήταν κάπως σφιγμένη δίπλα του, ο Murli την άγγιξε στοργικά στην πλάτη και γέλασε: Η Annete προσπαθεί να με πείσει να μετακομίσω σπίτι της, είπε, αλλά εμένα μ’ αρέσει εδώ. Here is the real America!

    Καθώς φεύγαμε κοίταξα πέρα, τους μακρείς διαδρόμους με το αδιάκοπο πήγαινε-έλα και μου φάνηκαν σαν οι ανοιχτές αρτηρίες μιας αχανούς χώρας. Μιας από τις λίγες πραγματικές και γι αυτό τραγικής.


                                                                                                                                              Β.Η.

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Δουβλίνο – Τεχεράνη



Όπως περπατάω τις νύχτες στις πόλεις
κι έχω περπατήσει σε πολλές
έχω κάποιες φορές ν’ αντιμετωπίσω
αρκετά μεγάλες αποστάσεις.
Στις αρχές της πορείας αυτό που
προβάλλει πιο αποθαρρυντικό
είναι η πλήξη.
Διαλέγω τότε ένα θέμα κι ασχολούμαι με αυτό.
Τις περισσότερες φορές βέβαια ούτε καν χρειάζεται
να διαλέξω. Απλά έρχεται από μόνο του.
Αν στο δρόμο το θέμα εξαντληθεί τότε συχνά
δίνει τη θέση του σε ένα άλλο.
Όταν πια έχω φτάσει σπίτι έχω συμπληρώσει
έναν πλήρη κύκλο φαντασίας.
Ως επί το πλείστον η ροή των σκέψεων
κυλάει απρόσκοπτη γιατί συνήθως τίποτα
δεν συμβαίνει γύρω μου
μόνο ο ήχος από τα βήματά μου
κάποιος άλλος νυχτοπερπατητής ή το πολύ- πολύ
ένα ζώο διασχίζει λοξά τον έρημο δρόμο.

Ο ήχος των αυτοκινήτων δεν με ενοχλεί
Κυλάνε προσπερνώντας με ή με διασταυρώνουν
αποτελώντας ένα μέρος του τοπίου σαν τα κτίρια
και τις γέφυρες που σημαδεύουνε τη διαδρομή μου.
Άλλες φορές οι σκέψεις μου δεν έχουν συγκεκριμένο άξονα
αλλά έλκονται από κάθε τι που θα συμβεί ή απ’ αυτά
που προσπερνώ. Κτίρια, παρκαρισμένα αυτοκίνητα,
μια ψόφια γάτα, μια γέφυρα, αποτελούν ορόσημα
αυτής της επιστροφής μου σπίτι.
Μια παρκαρισμένη νταλίκα, ο οδηγός της που χουζουρεύει
στην κουκέτα του πίσω από κλεισμένα κουρτινάκια
το ποτάμι που φουσκώνει, είναι μικρογεγονότα
που με στέλνουν το ένα στο άλλο και δεν κρατούν
για πολύ την προσοχή μου.
Μοιάζω τότε μ’ έναν άνθρωπο που κοιμάται
ελαφρά και βλέπει πολλά και σύντομα όνειρα που
αμέσως τα ξεχνά.

Πολλές φορές λυπάμαι που οι πόλεις είναι τόσο έρημες
τις νύχτες, τόσο άδειες από ζωή.
Σκέφτομαι όλους αυτούς που κοιμούνται
στα σπίτια και στα διαμερίσματα.
Τους βλέπω πίσω από σκοτεινά παράθυρα
να κείτονται στα κρεβάτια τους χαμένοι μες τον ύπνο.
Βέβαια ένα φωτισμένο παράθυρο πότε-πότε
είναι μια παρηγοριά
αλλά δεν αποτελεί δα και καμμιά σπουδαία συντροφιά.
Άλλες φορές σκέφτομαι τους φίλους μου
που τώρα πιά κι αυτοί κάπου κοιμούνται
κάποτε πολύ μακριά
σε άλλες πόλεις
ή ακόμα και σε άλλες χώρες…
Τότε νοιώθω λίγη μοναξιά.

Το πιο λυπηρό όμως είναι
ότι τόσα χρόνια που βαδίζω δεν συνάντησα ακόμα
έναν άνθρωπο να διαβάζει
κάτω από τη λάμπα του δρόμου

όπως συνέβη κάποτε σε κάποιον
στα προάστεια της Τεχεράνης.
                                                                   

                                                      Β.Η,  Δουβλίνο ‘97