Σάββατο 31 Αυγούστου 2024

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟ

 


          Και αυτή τη σαιζόν θα χάσουμε άλλο ένα καλοκαίρι

    «Από τους τρεις λόγους για να ταξιδέψει κανείς στην αρχαιότητα: Πόλεμος, Εμπόριο, Προσκύνημα, κάποιος θα έλεγε ότι ο Τουρισμός προέρχεται από το Προσκύνημα. Όμως πιο πολύ φαίνεται ο πραγματικός του πρόγονος να είναι ο Πόλεμος!»

    Αυτά έγραφε ο Αμερικανός στοχαστής, Χακίμ Μπέη. Ένας μειλίχιος άνθρωπος με χιούμορ και αίσθηση του μέτρου (...σπάνιες αρετές για κάποιον με τόσο περιθωριακές απόψεις) που έτυχε να συναντήσω κάποτε στα μέσα της δεκαετίας του΄90 στην Ιρλανδία.
    Και ένας έμπορος γούνας, σε μια συζήτηση μεταξύ γουναράδων που έτυχε να παρακολουθήσω στη Ρόδο στα μέσα της δεκαετίας του ’80 (ναι, τόσο παλιά!) τελικά απεφάνθη: o Τουρισμός είναι ο μόνος στρατός που δεν νικήθηκε ποτέ!
    Πράγματι:
    Οι φάλαγγες των τουριστών προχωρούν και φωτογραφίζουν, φωτογραφίζουν και προχωρούν πάνω στα ερείπια που άφησαν τα τμήματα που προηγήθηκαν μέσα σ’ ένα τοπίο κατεστραμμένο από τσιμέντο, άσφαλτο, θόρυβο, φώτα, σκουπίδια και στοιχειωμένο από την εξαντλητική δουλειά!
                       

                                        (Πέργαμος, πεζικό)

         Το πρόσταγμα shoot αφορά τώρα το πάτημα ενός κουμπιού που ανοιγοκλείνει το κλείστρο της κάμερας, όπου shoot (πυροβολώ) αναφέρεται και στο τράβηγμα της φωτογραφίας όταν σκοπεύεις μέσα από τη φωτογραφική μηχανή· αυτό το ερμαφρόδιτο σύμβολο-παιχνιδάκι και σύγχρονο ξόρκι.
    Οι κάμερες και τα τηλέφωνα υψώνονται προς κάθε κατεύθυνση, κάθε στόχο που προβάλλει, ρουφώντας τη ψύχη των ντόπιων και του τοπίου.
    Ο σημερινός μαζικός τουρισμός είναι το απόγειο της εκλέπτυνσης ενός παλιού πολεμικού παιχνιδιού που λέγεται search ‘n' destroy- ερευνήστε λοιπόν και καταστρέψτε, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε η καταστροφή να μπορεί να ονομασθεί «αξιοποίηση».
     Αντίθετα από το προσκύνημα όπου ο προσκυνητής προσέρχεται με δέος και κατάνυξη και, προσφέροντας πίστη, αυξάνει τη «χάρη» που αναδίδει ένας Ιερός Τόπος, ο Τουρισμός απομυζά τις ιδιαιτερότητες κάθε «ξεχασμένης» γωνιάς του πλανήτη και ομογενοποιεί κάθε μέρος που πλήττει. Γιατί αυτό που αποζητά ο τουρίστας είναι «πολιτισμική διαφορά» για να την καταναλώσει. Έτσι κι αλλιώς θα του ήταν αφόρητο να την ζήσει.
    Η Φαντασία πέθανε στη Δύση εδώ και καιρό. Χρειάστηκαν αμέτρητες ποσότητες ορθολογισμού και κατήφειας για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Για να καταπραϋνθεί και να σβήσει κάτι τόσο δυσλειτουργικό και άβολο, αλλά τόσο βαθειά ανθρώπινο. Κρίμα γιατί επρόκειτο για "τη Βασίλισσα των ικανοτήτων". Τώρα λοιπόν η Δύση, πηγή του Τουρισμού, πρέπει να την αποκτά σε ασφαλείς δόσεις και σωστά πακεταρισμένη.
    Αυτό που γοργά απονεκρώνεται έχει ανάγκη από κάτι ζωντανό για να παρατείνει τον χρόνο επιβίωσής του. Αλλά όπου αγγίζει απονεκρώνει. Αυτή η βουλιμία για το εξωτικό και το αυθεντικό κρύβει μέσα της τον θάνατο. Πρέπει λοιπόν συνεχώς να προχωρά! Πράγματι, νέοι τουριστικοί Παράδεισοι ανοίγονται στο κοινό. Νέοι «τουριστικοί προορισμοί» μπαίνουν στο χορό ανακοινώνοντας απλά: Ανοίξαμε (τα πόδια) και σας περιμένουμε! 
    Αν η παλιά αποικιοκρατία ύφαινε στην ψυχή του αποικιοκρατούμενου την αλλοτρίωση και την τρέλλα και εκμεταλλευόταν τις υλικές πηγές, η σύγχρονη προχωράει παντού και σε μέγα βάθος. Για να γίνει αντιληπτό αυτό το βάθος ας ειπωθεί ότι τώρα δεν είναι μόνο η ανεξαρτησία ή οι πηγές πλούτου που κινδυνεύουν, αλλά τουριστική έκθεση σημαίνει να ανοίγεις το σπίτι σου στους ξένους! Ο Τουρισμός μετατρέπει μια χώρα σε έκθεμα και εικόνα του εαυτού της.
    ...Και φυσικά, να ανοίγεις το σπίτι σου με το "αζημίωτο"! Άπαντες δε προφασίζονται άγνοια του ότι η ζημιά είναι ανυπολόγιστη! Ο τουρισμός είναι "ιερή αγελάδα" και ένα από τα ταμπού του πολιτισμού μας.
     Χοντρικά, μπορούμε να πούμε ότι, η επιδρομή της Δύσης στα χωριά και στις καλύβες του κόσμου ακολούθησε την εξής πορεία: Πρώτα οι εξερευνητές, μετά οι ιεραπόστολοι, μετά ο στρατός (και περισσότεροι ιεραπόστολοι), μετά οι περιηγητές, κατόπιν διανοούμενοι και συγγραφείς, εν συνεχεία αγνοί ταξιδιώτες (και οι χίππυς κάποτε), μετά ο ήσυχος ιντιβιντουαλιστής τουρίστας με το πραγματικό ενδιαφέρον και τέλος η πλημμυρίδα του μαζικού Τουρισμού.
    Ο στρατός βέβαια δεν παύει, κατά καιρούς, να κάνει την εμφάνισή του με τα βρώμικα άρβυλά του, ανοίγοντας και κλείνοντας την τουριστική αυλαία!  Έτσι το Βιετνάμ ή η Καμπότζη που κάποτε ήταν υπό το καθεστώς του Ναπάλμ και του βομβοτάπητα είναι τώρα πρόθυμοι «τουριστικοί προορισμοί». Ενώ η Σομαλία, που σήμερα εμφανίζεται στους χάρτες των τουριστικών οδηγών «λευκή», κάποτε μπορεί να αποδειχτεί θαυμάσιο τουριστικό εύρημα και προϊόν. Ή ένα αιματηρό αμερικανοκίνητο στρατιωτικό πραξικόπημα στη Γουατεμάλα στέλνει για λίγο τη χώρα στα τουριστικά αζήτητα μέχρις ότου «κάποια προβλήματα διευθετηθούν».
     Όπως πάντα, η γλώσσα αποκαλύπτει τα πάντα για τα οποία μιλά, έτσι έχουμε: τουριστικές μονάδες, πράκτορες, tour operators, target group, έρευνα, συνοδούς, tourist guides, ξεν-αγούς, τουριστικά γκρουπ, αρχηγούς γκρουπ, σχεδιασμό, ανεφοδιασμό και, αν τα πράγματα πάνε πολύ στραβά, εκκένωση! Ακόμα και όταν συγκαλύπτει η γλώσσα προδίδει!
    Αποδεικνύεται λοιπόν αυτό που ειπώθηκε στην αρχή, ότι ο τουρισμός είναι στρατός - και δεν νικήθηκε ακόμα! 
    Ακόμα, ο τουρισμός, που δεν μπορεί πια παρά να είναι μαζικός, δηλαδή μια βιομηχανία διασκέδασης, χαλάρωσης και "κολακείας" για τους προλετάριους κάποιων χωρών, για τους προλετάριους κάποιων άλλων σημαίνει σιδηρά πειθαρχία, ασταμάτητη δουλειά σε «στρατόπεδα διακοπών», μόνιμη κούραση. Έτσι μια χώρα στον ήλιο που έχει πληγεί από την ακρίδα του τουρισμού γίνεται αναπότρεπτα μια «ηλιόλουστη κόλαση». Και υπάρχουν όλο και «κατώτερα πατώματα», όλο και βαθύτερα κάτεργα, σ’ αυτή την κόλαση στον ήλιο! Μπείτε στις κουζίνες των μεγάλων ξενοδοχείων, κατεβείτε στα πλυντήρια, βγείτε στις πίσω αυλές όπου και οι κάδοι σκουπιδιών, κοιτάξτε προσεκτικά τα πρόσωπα των γυναικών που αδιάκοπα καθαρίζουν τουαλέτες και ξερατά… όσο προχωράει η σαιζόν απονεκρώνονται κι ασπρίζουν. Διαβάστε προσεκτικά αυτό το χαμόγελο του υπηρετικού προσωπικού που ντύνει την εξάντληση και την αηδία. Πρόκειται για την γκριμάτσα νεαρών πλασμάτων που παγιδεύτηκαν. Χαίρε Καπιταλισμέ, οι Καταγκέζοι σε χαιρετούν!
    Κι ακόμα ακόμα… η αδυνατότητα μιας επανάκτησης της ζωής οφείλεται στο ότι και στις καλές εποχές, στη δεκαετία του ’80, τότε που άρχιζε όλο αυτό «με τις καλύτερες προοπτικές», τότε που για λίγο υπήρξε μια ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο, τόσοι πολλοί άνθρωποι είχαν προτιμήσει το χρήμα από την πάλλουσα ζωή. «Έρρεε το χρήμα!» είπε κάποιος βετεράνος του τουρισμού και εδονείτο από συγκίνηση μες στην επανάληψη του «ρο» αντί να ξεσπάσει σε ένα: «έρρεε η ζωή»!
 
                                                      Ευπειθέστατος διατελώ   
                                                                   Β.Η.
 
Υ.Γ. 1 Μολαταύτα κάτι καινούργιο, ένας νέος κίνδυνος, έχει αρχίσει να εμφανίζεται. Το παλιό όνειρο του φτωχοέλληνα που περιφρονούσε τους αλητοτουρίστες γίνεται πραγματικότητα. Το παράπονό του εισακούστηκε. Την Ελλάδα την έβαλε στο μάτι ο "ποιοτικός τουρισμός". Η χώρα είναι ιδιαίτερα όμορφη για να αφεθεί αποκλειστικά στις μάζες. Ολόκληρες λοιπόν περιοχές «κλείνουν» και κατασκευάζονται πανάκριβα resort και βίλες με ελικοδρόμια. Παντού προωθούνται τα concept και οι "προκατασκευασμένες ατμόσφαιρες". Άρχισε να πλακώνει η διεθνής αλητεία του τζετ σετ. Τα κορίτσια δεν είναι πια αθώα και οι συνοδοί τους είναι τσόγλανοι. Όσο για τις καλαμοκαλύβες και την περιλάλητη ελληνική φιλοξενία, αυτά ανήκουν στην αρχαιολογία του τουρισμού και την εποχή που η χώρα ήταν ναός και ο φτωχός λαός της πάμπλουτος. 

Υ.Γ. 2  Αυτοί που προσφάτως, και μετά τις κινητοποιήσεις σε Βενετία και Βαρκελώνη, αρθρογραφούν ενάντια στον μαζικό τουρισμό μπορούν να μεμψιμοιρούν για την ποιότητα του τουριστών και την χαμηλή αγοραστική τους δύναμη, αλλά δεν καταλαβαίνουν ή κλείνουν τα μάτια μπρος στην πραγματική φύση του τουριστικού φαινομένου. Μιλούν για «λελογισμένη αξιοποίηση» λες και θα ήταν ανεκτή μια λελογισμένη εκποίηση του πατρικού σου σπιτιού. Μιλούν για «ποιοτικό τουρισμό» και εννοούν να πουλάς ακριβά το κορμί σου. Μιλούν για την «ανεξέλεγκτη αύξηση» λες και θα ήταν δυνατή μια χαμηλής έντασης και μετρημένη εισβολή. Μιλούν για «δυσμενείς επιπτώσεις» λες και θα μπορούσες να παίξεις ένα παιχνίδι διατηρώντας τις αμφιβολίες σου. Εμείς όμως που ζώντας για δεκαετίες μέσα στον τουρισμό τον γνωρίζουμε όσο λίγοι και είδαμε την άνοδο και την πορεία τού τουριστικού μύθου, μπορούμε να γράφουμε ό,τι θέμε! Δηλαδή αυτά που ζήσαμε! Άλλωστε δεν πληρωνόμαστε για αυτά που γράφουμε!

Υ.Γ 3 Αύγουστος 2024: Το κείμενο αυτό γράφτηκε και παρευθύς δημοσιεύτηκε στον «Πύραυλο των Υπογείων» το 2013. Έκτοτε αναδημοσιεύτηκε  με την προσθήκη κάποιων υστερογράφων, το 2015, το 2018 και το 2022 στα Μεταμεσονύκτια Ημερολόγια προξενώντας κάθε φορά λιγότερη έκπληξη μιας και η αλήθειά του επιβεβαιώνεται όλο και παραπάνω κάθε χρόνο που περνά.

Μαζί με τις γιγαντιαίες πυρκαγιές, το αέναο χτίσιμο, την καταστροφή των βουνών με τις ανεμογεννήτριες και των κάμπων με τα φωτοβολταϊκά, ο Τουρισμός αναδεικνύεται σε μείζονα πληγή. Αναρωτιέται κανείς τι θα μείνει να παραδοθεί στις επόμενες γενιές. Κρίμα γιατί η χώρα ήταν όμορφη και είχε πολλά να χάσει. Όποιος τόπος έχει φυσική καλλονή είναι προγραμμένος. Αργά ή γρήγορα μπαίνει στο στόχαστρο, χαρακτηρίζεται αξιοποιήσιμος και υπερεκτίθεται σε βαθμό πυράκτωσης. Μιας και θεωρείται ότι μπορεί να παράγει κέρδος ανατινάσσεται εκ των έσω. Φυσικό επόμενο αφού το κέρδος δεν γνωρίζει όριο. Μετά την τουριστική του αξιοποίηση μοιάζει κατεστραμμένος για όποιον διατηρεί στη ματιά του ακόμα κάποια τρυφερότητα.

Για αυτόν τον πόλεμο που διεξάγεται ενάντια στους τόπους, υπόλογοι δεν είναι μόνο οι κυβερνήσεις, τα μεγάλα συμφέροντα ή ο εταιρικός καπιταλισμός, αλλά και η ίδια η κίνηση του πλήθους. Ο σύγχρονος άνθρωπός, νωθρός και αδηφάγος απαιτεί να έρθουν οι τόποι στα μέτρα της νωθρότητάς του και να τεθούν στη διάθεσή του. Απαιτεί να μπορεί να πάει παντού με άνεση και ασφάλεια. Αδυνατεί να γνωρίσει την ομορφιά με τους δικούς της όρους και απαιτεί να θέτει τους όρους ο ίδιος. Αγνοεί ή αδιαφορεί για το ότι οι τόποι έχουν ψυχή οπότε το επιχειρηματικό πνεύμα αναλαμβάνει να τους υποτάξει και να τους φέρει στα μέτρα του. Άγριοι τόποι εξημερώνονται και πεθαίνουν. Και, ναι, σας διαβεβαιώ... ότι και οι τόποι μπορούν να πεθαίνουν.

Φέτος ακούστηκε ο όρος «υπερτουρισμός»  με τον οποίο υπονοείται ότι υπάρχει κάποιος άλλος μετρημένος τουρισμός ο οποίος είναι καλός. Ο όρος είναι παραπλανητικός. Στο κείμενό μου προσπάθησα να δείξω ότι ο τουρισμός είναι κάτι σαν ιός ο οποίος αλλοτριώνει τους τόπους και τις κοινωνίες. Αλλάζει το DNA τους. Ούτε και τα πανηγύρια του Αιγαίου δεν πρόκειται να γλυτώσουν. Όπως ήταν επόμενο παράγιναν δημοφιλή.

 Από μια άλλη γωνία λήψης η τουριστικοποίηση ενός μέρους μπορεί να ιδωθεί σαν διαδικασία αποικιοποίησης και τα τουριστικά μέρη σαν τουριστικές αποικίες. Εξυπακούεται ότι ο τουρίστας αν και μετακινείται στο χώρο είναι κάτι άλλο απ’ τον παλιό ταξιδιώτη που είναι πρόθυμος να καταβάλει κόπο και επιζητά να γνωρίσει. Ακόμα, σαν φυσικό επόμενο της ομογενοποίησης των τόπων που φέρνει ο τουρισμός, έρχεται η παρακμή του ταξιδιού. Το θέμα είναι ανεξάντλητο...



Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

O Μέγας Αύγουστος.

 

Δουλεύω στο ξενοδοχείο με μια συμφέρουσα συμφωνία. Εξασκώ το επάγγελμά μου που η μια του όψη, η φανερή, είναι το σχέδιο και η ζωγραφική. Η άλλη, η κρυφή, είναι φυσικά η καταγραφή. Η καταγραφή των καιρών μας. Όλο το μεσημέρι ζωγραφίζω ήσυχος μέσα στη σιωπή. 

    Λίγο μετά τις 4, την ώρα την πιο στυγνή, την ώρα του αποτρόπαιου μεσημεριού, βγαίνω στον έρημο εξώστη που έχει θέα στις πισίνες. Φυσάει λίβας.

    Σείονται και τρίζουν οι χουρμαδιές στο πλησίασμα του παλιού τους Κυρίου· είναι ο Χαμσίν της ερήμου. Το ηχητικό φράγμα που υψώνουν τα τζιτζίκια, παρόλο που  ξεκουφαίνει, καταφέρνει να περνάει απαρατήρητο. Μερικές φορές κάποιοι από τους ξένους μας, όλο αφέλεια, ρωτούν τι είναι αυτός ο περίεργος βόμβος. Τους είναι αδύνατον να καταλάβουν πως ένα ον τόσο εύθραυστο, που πρέπει να παραμένει αόρατο, μπορεί να εδραιώνει μια παρουσία τόσο ολοκληρωτική ώστε μόλις που γίνεται αντιληπτή.

    Είναι σαν να μένει ακίνητος ο χρόνος. Σαν τίποτα να μη συνέβη ποτέ και όλη η ζωή να υπήρξε όνειρο. Το καλοκαίρι στον Νότο αυτή η ώρα είναι η ώρα του απείρου. 

    Από το lounge έρχονται τα πρώτα σημάδια αφύπνισης. Ακούω να τακτοποιούν τις καρέκλες και να βάζουν μπροστά τη μηχανή του εσπρέσσο. Μετά ο μπάρμαν βάζει την πρώτη μουσική της νύχτας που έρχεται. Α, είναι πάλι τζαζ της μεγάλης εποχής. Μια απ’ αυτές τις μουσικές που σε κάνουν να νοσταλγείς το καλοκαίρι, ενώ είναι καλοκαίρι. Σαν να τις παίζουν στην Καραϊβική και να ακούγονται εδώ στη Ρόδο.

    Και σε μια στιγμή, σα γοργόνα, σα νεράιδα των νερών, αναδύεται η τρομπέτα του Miles. Καθαρή και διάφανη. Είναι η στιγμή του μαρτίνι. Δίπλα μου έρχεται και κάθεται ο Λουίς. Είναι ο πρίγκιπας αυτού του ποτού και όλων των χαμένων μπαρ. Κάποτε έγινε γνωστός, κάνοντας ένα-δύο καλά φιλμ, με το όνομα Μπονιουέλ. Και ύστερα ο Τζίμμυ… ενώ τραγουδά από τις παραλίες του Λος Άντζελες. Summers almost gone τραγουδάει ο Τζίμμυ.

 

    Σε λίγες μέρες, όταν μεσάζει ο μήνας, στις 15 ακριβώς, παίρνει τούμπα το καλοκαίρι! Αν ήταν Μάιος δεν θα μ’ ένοιαζε τι λέει ο Τζίμμυ. Τώρα όμως μου ραγίζει την καρδιά.

    Παλιά τζιτζίκια μιας χαμένης δεκαετίας. Ζήσαμε ένδοξα στην εξορία!

    Ο Αύγουστος σαν τον Ηλιογάβαλο ενηλικιώνεται μες στη μελαγχολία!


B.H.

 

                                                                                           

 

     

 

Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Τέχνες λησμονημένες και περιφρονημένες

 

Η απραξία. Μια από τις τέχνες της ζωής. Η τέχνη του να μην κάνεις τίποτα.

















Η ήρεμη ενατένιση του περάσματος του χρόνου. Κατ’ εξοχήν ασχολία των σαλεμένων, των ερημιτών, των παιδιών των ερωτευμένων των Κυνικών, των νεκρών, των ποιητών, των αλητών, των περιπλανώμενων, των ζώων, των φυτών, των πετρωμάτων και κάποιων ευτυχισμένων γέρων. Τι τίμημα πλήρωσε η ενηλικίωση! Και σε ποιους λεμβούχους!

Και ήταν η μεγάλη ώρα της τα μεσημέρια του καλοκαιριού. Εκτυφλωτικά και σιωπηλά πίσω από το εκκωφαντικό τείχος του βόμβου των τζιτζικιών. Τζίτζικες σαν πέτρινα γλυπτά. Πιο αρχαίοι και από την Αίγυπτο, πιο σεβάσμιοι απ’ όλα της τα ιερά. Απομεσήμερα της παιδικής ηλικίας που υπήρξε αχανής!

Τα παιδιά παίζουν. Μέσα οι ενήλικες κοιμούνται. Πρέπει να είναι φρόνιμα. Πρέπει να μην κάνουν φασαρία. Σε μια στιγμή τα τζιτζίκια, όλα μαζί, σταματούν σαν να το είχαν συμφωνήσει. Μεμιάς το σιωπηλό χάος που ζώνει από παντού τη ζωή γίνεται φανερό. Τα παιδιά κοιτιούνται. Μετά τα τζιτζίκια ξαναρχίζουν. Τα παιδιά ξαναγυρίζουν στο παιχνίδι.

Ο κόσμος μας έχει θεοποιήσει τη δραστηριότητα. Αυτός ο κόσμος «παράγεται» από τους Γερμανούς και τους Αγγλοσάξωνες. Η Καλιφόρνια γεννά τάσεις και μόδες. Η Νέα Υόρκη επίσης. Το πραγματικό, αν και αποσιωπημένο, εργαστήρι του όμως είναι η Ολλανδία και οι Σκανδιναβικές χώρες. Εκεί δοκιμάζεται πειραματικά το μοντέλο της νέας καθημερινής ζωής. ΅Εκεί, στη Σκανδιναβία η λέξη activiteter – «δραστηριότητες» -  είναι λέξη-κλειδί.
Το να έχεις «δραστηριότητες» σημαίνει ότι είσαι ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος. Αποτελεί το κριτήριο ευτυχίας. Σ’ ένα τέτοιο κόσμο που μας ετοιμάζουν υποθέτω πως η απραξία γίνεται μια από τις απόκρυφες τέχνες. Επίσης, υποθέτω πως ο Ρομπέρτο Nτι Ντόνα, πρωταθλητής σκοποβολής, υπονοεί κάτι βαθύτερο όταν δηλώνει: "Η προετοιμασία μας είναι η απόλυτη ακινησία". Πράγματι, παραμένοντας άπρακτος δεν σημαίνει αναγκαστικά ενδεής. Μπορεί κάλλιστα να σημαίνει: πραγματικά άδειος, αφήνεις τον κόσμο να μπαίνει μέσα σου. Όντως μια από τις τέχνες της ζωής.


Η βραδύτητα. Πάνω από έναν αιώνα πριν, λευκοί άποικοι μισθώνουν τους άνδρες μιας φυλής στην Αφρική για να μεταφέρουν τις αποσκευές μιας αποστολής. Ύστερα από μια γρήγορη πρωινή πορεία και τη διάβαση ενός ποταμού, το μεσημέρι, οι Αφρικανοί απιθώνουν τους μπόγους στο έδαφος. Αρνούνται να υπακούσουν στις προτροπές και στην ερώτηση «τι κάνουμε εδώ;» οι ιθαγενείς απαντούν. «Βαδίζουμε πολύ γρήγορα και πρέπει να περιμένουμε τις ψυχές μας να μας προλάβουν».

Ταξιδεύεις πολλές ώρες με ένα αεροπλάνο. Φτάνεις σε ένα σπίτι, σε κάποιους δικούς σου ανθρώπους ή σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Κοιμάσαι μερικές ώρες σ’ ένα κρεβάτι. Σε μια στιγμή ξυπνάς. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν ξέρεις που βρίσκεσαι. Το ίδιο συμβαίνει ίσως και το επόμενο πρωί. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Είσαι σε μια άλλη περιοχή του κόσμου. Πρέπει να περιμένεις την ψυχή σου να σε προλάβει. Αυτό λέγεται jet-lang. Οι Αμερικανοί με το πάθος τους για συντομεύσεις πάντα απέφευγαν την ουσία.

Ο Ηelenio Herrera, προπονητής ποδοσφαίρου, δήλωνε ορίζοντας το στίγμα της εποχής: «Παίξε γρήγορα, τρέξε γρήγορα και σκέψου ακόμα πιο γρήγορα».

Γι’ αυτό κι εγώ προσέρχομαι ανελλιπώς στη βραδύτητα και έτσι μια φορά σηκώθηκα ανάμεσα στους ποιητές και με σταθερή φωνή ανήγγειλα σ’ ένα κατάμεστο και απορημένο ακροατήριο:

                            «Σ’ αυτή την εποχή που τα πράγματα
                                 απαιτούν καλπασμό αδιάκοπο,
                                     εμείς θα πηγαίνουμε αργά».

Παρ’ όλα αυτά η σπουδή ισοπεδώνει τα εμπόδια. Η γάτα, την κρίσιμη στιγμή, είναι ταχύτατη. Μετά χαλαρώνει. Και ο Αλέξανδρος πέρασε αστραπιαία τον Γρανικό κάνοντας τον χρόνο αποκλειστικά δικό του.

Αλλά δεν είπαν χωρίς λόγο οι αρχαίοι: «Σπεύδε βραδέως». Έτσι καθόρισαν τη θέση τους πάνω σ’ αυτό το σημαντικό θέμα. Και ο Λένιν, ένας από τους καλύτερους τακτικιστές, είπε: «Χθες ήταν νωρίς, αύριο θα είναι αργά». Και κάποια στιγμή, τον Μάη του ’68, εμφανίστηκε στους δρόμους του Παρισιού το σύνθημα: «Γρήγορα!» Προφανώς κάποιοι υπονοούσαν: «Τώρα γρήγορα!», αλλά εδώ μπαίνουμε σε θέματα ρυθμού, συγκυρίας και σωστής επιλογής του χρόνου.


Το ταξίδι και η μνήμη. Υψώνεις την camera ενάντια σε ένα τοπίο, έναν άνθρωπο, ένα συμβάν, μια στιγμή. Η στιγμή μετατρέπεται σε στιγμιότυπο. Και συ σε συλλέκτη εφήμερων απολιθωμένων στιγμών. Αποθηκεύεις για να μπορέσεις ευθύς να ξεχάσεις. Ό,τι αποθηκεύεις δεν μπορείς να το ανακαλέσεις στη μνήμη σου αφού δεν το έζησες. Απλά δεν ήσουν εκεί. Ήσουν ήδη στο μέλλον και κοίταγες πίσω.

Το τραίνο περνάει από τα καλύτερα μέρη αν και τα σύγχρονα τραίνα έχουν απαράδεκτες ταχύτητες. Οι καινούργιοι αυτοκινητόδρομοι είναι απομονωμένοι από τη φύση. Γύρω τους, τα βουνά εμφανίζονται και χάνονται πολύ μακριά· όταν δεν τα τρυπάνε για να κερδίσουν χρόνο. Λες και χρόνος είναι κάτι που θα μπορούσε να  κερδηθεί. Λες και θα μπορούσε κάποιος να συντομεύσει, να παραβιάσει, να κοροϊδέψει το χρόνο. Χωρίς επιπτώσεις. Ατιμωρητί. Όπως είναι περιφραγμένοι, δεν μπορείς να κατέβεις στα χωράφια. Εκείνο το μοναχικό δέντρο στη μέση του λιβαδιού ανήκει σ’ έναν άλλον κόσμο. Και εκείνο το πουλάκι που μοναχό του λαλεί... Θα μπορούσες κάλλιστα να βλέπεις κάποιες καρτ-ποστάλ. Είναι φτιαγμένοι για να αποκαρδιώνουν τον ταξιδιώτη, οι σημερινοί αυτοκινητόδρομοι...

Όμως παντού μπορείς να περιπλανηθείς αρκεί να είσαι κύριος του χρόνου σου.

Και υπάρχουν μέρη άσχημα μέρη σκληρά που είναι οι καλύτεροι δάσκαλοι.

Ταξιδεύοντας με το ποδήλατο, σκυμμένος διαρκώς, έχεις περιορισμένη ορατότητα. Πηγαίνοντας με λεωφορείο αναμιγνύεσαι με τους ντόπιους. Ενώ ταξιδεύοντας με ένα γάιδαρο μπορεί να αποβεί  φιλοσοφική άσκηση.

Ο Παναγιώτης Ποταγός, γιατρός από τη Βυτίνα, πάνω από έναν αιώνα πριν, διέσχισε την Ασία με το άλογό του, τον Μπουσίμπαση κι έφτασε ως την Κίνα. Αλλά ακόμα και σήμερα μπορείς να διασχίσεις τη Νότια Αμερική, από Βορρά προς Νότον, πάνω στη ράχη αλόγου.

Σ’ όλη την κεντρική Ασία, ως τη Μογγολία, ακόμα εκτιμούν το άλογο.

Τελικά, ίσως ο πιο σεβαστός τρόπος να ταξιδεύεις είναι με τα πόδια. Και ο καλύτερος τρόπος να θυμάσαι τους τόπους που διαβαίνεις και τους ανθρώπους που συναντάς είναι το σχέδιο. Σχεδιάζοντας το πρόσωπο ενός ανθρώπου ή ένα τοπίο κρατάς σημειώσεις από έναν πλανήτη – και κυριολεκτικά αφιερώνεις τον χρόνο σου. Το σχέδιο και το βάδισμα έχουν τον ίδιο ρυθμό. Τον ρυθμό της γης και του σώματος. Έτσι γνωρίζεις τον κόσμο και τον βάζεις μέσα σου. Ξαναγίνεσαι ένα μ’ αυτόν. Επομένως βαδίζοντας και σχεδιάζοντας, σχεδιάζοντας και βαδίζοντας, καταλήγεις πάμπλουτος. Και μένει κάτι απάνω σου από την ομορφιά του κόσμου...


Η λήθη. Εγώ, λάτρης της μνήμης, δεν το ’χω σε τίποτα να γίνομαι ξαφνικά οπαδός της λήθης. Η δράση προϋποθέτει τη λήθη. Ζει καλά όποιος ξέρει να ξεχνά.


Η απόλαυση. Όταν σκέφτομαι τις τραγελαφικές ερωτικές νύχτες των συγχρόνων μου και την επιδεικτική χαρά που τις συνοδεύει καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η απόλαυση συνδέεται κατά τον καλύτερο τρόπο με τη σιωπή. Ή ακριβέστερα ίσως, με την εχεμύθεια. Οι χαρές που δεν διατυμπανίζονται είναι οι βαθύτερες. Όπως και ο πόνος, κρύβονται μέσα σε αλλεπάλληλες στοιβάδες και φυλλώματα σιωπής. Συναισθήματα που όταν γίνονται αβάσταχτα, τότε καταλαβαίνουμε την ομορφιά της λέξης εκμυστήρευση.

Επίσης η απόλαυση κατά έναν άλλον τρόπο συνδέεται με τη βραδύτητα. Κάτι που γνωρίζουν οι βαθύνοοι εραστές.


Η νοσταλγία. Είμαι κάποιος που υποφέρει από νοσταλγία, όπως άλλοι βασανίζονται από πονοκεφάλους ή αϋπνίες. Ή όπως άλλοι εγκαταλείπονται στους πυρετούς. Μόνο που αυτή η νοσταλγία δεν έχει να κάνει μόνο με το παρελθόν, με κάτι που κάποτε υπήρξε, ανεπιστρεπτί χαμένο, αλλά στρέφεται  και στο μέλλον. Ακόμα και σ’ αυτό το αδιάσειστο παρόν. Σε ό,τι θα μπορούσε να υπάρξει και από έλλειψη φαντασίας, ειλικρίνειας, τόλμης – πάντα η τόλμη – χάνεται συνεχώς.

Και υπάρχει και το μέλλον. Και οι ιερεμιάδες του. Ακίνητο. Επίμονο. Σαν εγκαταλελειμμένο παιδί. Αλλοίμονο στις προδοσίες!

Τώρα που βρεθήκαμε ξανά, ας συζητηθούν τα θέματα αυτά. Για να ξέρουμε τι κάνουμε. Αλλοίμονό μας αν δεν συζητηθούν και τούτη τη φορά.


                                                                                                         Β.Η.

Υ. Γ.  Μιλώ για στάσεις ζωής που εκλείπουν. Αυτές οι στάσεις, από κάποιους αναβιβάστηκαν σε  τέχνη, με την προϋπόθεση ότι κρατήθηκαν με συνέπεια και με αίσθηση κάποιου σκοπού.
Ζούμε μέσα στον πόλεμο. Όλο και περισσότερο το αντιλαμβανόμαστε, ζώντας σ’ έναν καταιγισμό ειδήσεων και προτροπών-διαφημίσεων που ολοένα και περισσότερο μοιάζουν με πολεμικά ανακοινωθέντα. Μόνο που από κανέναν δεν λέγεται, ενάντια σε τι διεξάγεται ο πόλεμος αυτός.
Στάσεις, επαγγέλματα, τέχνες, ανθρωπολογικοί τύποι, χαρακτήρες, ένας ολόκληρος κόσμος και όλα τα παλιά θεριά χάνονται. Ολόκληρες περιοχές στον χάρτη της ζωής ξεθωριάζουν και σβήνουν. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται για γεωγραφικές αλλά για τεράστιες ψυχικές περιοχές. Όπως στους χάρτες των τελευταίων ταξιδιωτικών οδηγών η Σομαλία, φερ’ ειπείν, ξαναπαρουσιάζεται λευκή, έτσι και αυτές ανακηρύσσονται σε  σύγχρονες terra incognitae. Υποθέτω πως μια νέα γενιά ριψοκίνδυνων εξερευνητών–χαρτογράφων τείνει να εμφανιστεί. Μ’ αυτό το υστερόγραφο η εμφάνισή τους καθίσταται προαναγγελθείσα.

Πέμπτη 23 Μαΐου 2024

Η Μοτοσυκλέτα

Πριν τα χαράματα μια βαριά μοτοσυκλέτα περνά μέσα απ’ τους δρόμους. Τραβάει πάνω της τα κακά όνειρα, όλους τους φόβους και τις βασανιστικές σκέψεις. Ο άρρωστος, ο στενοχωρημένος, ο άυπνος, το παιδί που ξύπνησε μες στο σκοτάδι την ακούν απορημένοι. Τι γενναίος ήχος είναι αυτός που περιφρονεί τον ύπνο των πολλών; Είναι ο μοτοσυκλετιστής που καθαρίζει τον κόσμο μας. Φάτσες, μορφές, λόγια, καλικάντζαροι -ένα απίστευτο, φασαριόζικο σκουπιδαριό- σαρώνονται απ’ τις κρεβατοκάμαρες και φεύγουνε μαζί του. Κι έρχεται τότε ο ύπνος ελαφρύς σαν πούπουλο, σαν κουβερτούλα, και σκεπάζει τους τρομαγμένους. «Δεν είναι τίποτα όλα θα περάσουν».

    Ένας δυνατός άντρας μες στο χοντρό δερμάτινο και την κάσκα κοιτάει ίσια εμπρός. Δουλεύουν οι μεγάλοι κύλινδροι, ανεβοκατεβαίνουν τα πιστόνια, μια μεγάλη ήρεμη δύναμη έρχεται από μακριά, περνά κάτω απ’ τα παράθυρά μας και χάνεται στις πέρα γειτονιές. Ό,τι και να γίνει η ζωή περιπολεί και πάντα θα νικά.


Β.Η.

Σάββατο 2 Μαρτίου 2024

Η χαμένη πορεία

 

Φτάνοντας στη λεωφόρο

βρέθηκα μπρος σ’ ένα συγκεντρωμένο πλήθος

άκουσα τους ρήτορες να παίρνουνε τον λόγο

δεν κατάλαβα πολλά

μόνο ότι μιλούσαν για την πλουτοκρατία

την αδικία

και την ανθρώπινη ελευθερία.

Όλοι τους εκεί έμοιαζαν φτωχοί

ντυμένοι με παλιόρουχα

και ποδεμένοι χοντροπάπουτσα

απ’ τους καιρούς της λάσπης.

Ξαφνικά μια ταραχή

και άρχισε η πορεία. 

Από μιαν άκρη τούς εξέταζα

ήταν απίστευτα χλωμοί

στα πρόσωπά τους έπλεαν

δυο τεράστια μάτια και

το στόμα ήτανε κραυγή.

Μόνο τα παιδιά που έσερναν μαζί τους

ήτανε βουβά.

Τότε μπήκα και εγώ

στις φάλαγγες των δυστυχισμένων.

Μπροστά βαδίζαν οι σημαίες

μιας άγνωστης σε μένα χώρας.

Απ’ τα πεζοδρόμια και πίσω από τζάμια λεωφορείων

άνθρωποι μας κοίταγαν με άδεια μάτια.

Μερικοί απέστρεφαν το βλέμμα.

Φαίνεται πως είχαν ένα πιάτο φαΐ

ένα σπίτι και

λίγη ελπίδα ακόμα.

Για ποια υπόθεση βάδιζα;

Δεν ξέρω.

Πρέπει όμως να ‘ταν η καλή υπόθεση

παρ’ όλο που τέτοιο πλήθος κουρελήδων

σκορπούσε τρόμο.

Κατόπιν η πορεία τάχυνε ρυθμό

τάχυνα το βήμα μου κι εγώ.

Μετά ταχύναν και άλλο

με προσπέρασαν κι οι τελευταίοι

κανά δυο ήτανε κουτσοί

πάνω σε πατερίτσες φεύγαν

σχεδόν έτρεχα εγώ

αυτοί όμως ολοένα και ξεκόβαν

ώσπου κόπηκε το κουράγιο μου

βράδυνα το βήμα

κι απόμεινα να τους κοιτώ.

Τις σημαίες στο μάκρος δρόμων

ταχείας κυκλοφορίας

με φόντο έναν άδειο

ουρανό - το μόνο χρώμα!

Κι αυτούς που τρέχαν στην ουρά

και χάνονταν όπως τους ρούφαγε το προϊστορικό σκοτάδι. 

Έτσι απόμεινα μονάχος

κάτω από γέφυρες και εναερίους κόμβους

μες στη βουή αυτοκινήτων

ανάμεσα σε νιόφερτους

που τίποτα δεν είχανε ιδεί

και διέσχιζαν τους δρόμους.


Β.Η.

Κυριακή 2 Ιουλίου 2023

Εποπτική θέση

  Κάθομαι στον «Μύλο», απέναντι απ’ το Πάρκο της Ναυαρίνου και περιμένω έναν ηλικιωμένο φίλο που έζησε χρόνια στο Παλιό Βερολίνο. Έχει αργήσει λίγο, αλλά αυτό μπορεί και να μ’ αρέσει γιατί μου δίνει την ευκαιρία να κάνω παρέα με τον εαυτό μου. Η γωνιά που έχω πιάσει, άκρη στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι, δίπλα στον καναπέ, κοντά στο παράθυρο, είναι στρατηγική και παρέχει πλήρη εποπτεία. Έτσι χουζουρεύοντας, το βλέμμα μου ακολουθεί τους περαστικούς. Δεν είναι και πολλοί. Είναι αρχή της άνοιξης, διστακτική μας ήρθε φέτος με συννεφιές και περαστικές βροχούλες και πότε -πότε βγαίνει ήλιος. Παρ’ όλα αυτά, πάντα στην ώρα τους, οι νερατζιές έσκασαν, τα μπουμπούκια τους γίνονται ανθός και τα βράδια ολόκληροι δρόμοι παραδίδονται στην άνοιξη και ευωδιάζουν.

Χαζεύω τη σερβιτόρα και τις φίλες της - όμορφες κοπέλες! Σοβαρή, τυπική, αυτή που σερβίρει κι όμως γρήγορη και ανάερη, με χάρη ακουμπάει ένα ποτήρι νερό, με το ένα χέρι διορθώνει τις καρέκλες και περνάει με το πανί ένα τραπέζι που άδειασε, ενώ με τ’ άλλο κρατά τον δίσκο. Δυο κορίτσια κι ένας νεαρός κάθονται στο μπαρ και της κάνουνε παρέα μιας και τέτοια ώρα, νωρίς τ’ απόγεμα, οι πελάτες είναι ελάχιστοι. Υπάρχουν φορές που κάποιες λυγερές που σερβίρουν ή φουρνίζουν μου θυμίζουν εκείνες τις άλλες από τη Μινωική Κρήτη.
    Την προσοχή μου τραβά τώρα η μια φίλη της σερβιτόρας, κοπέλα καστανή με μακρύ κυματιστό μαλλί, μάτια αμυγδαλωτά, ίσια λεπτή μύτη και καλοσχηματισμένα χείλη. Αυτή η νεαρή γυναίκα είναι ένα πλέριο δείγμα ιωνικής ομορφιάς. Μια λεπτή πνευματικότητα αναδίδεται απ‘ τα χαρακτηριστικά της.
Μετά το βλέμμα μου φεύγει προς έναν μικρό πεζόδρομο που κατηφορίζει προς την Εμμανουήλ Μπενάκη. Περνάει απ’ το μυαλό μου η ακατάλυτη σειρά των γεγονότων. Να, εκεί στάθηκε ο αστυφύλακας όταν άφησε το περιπολικό, σήκωσε τα χέρια του που κράταγαν το όπλο, σημάδεψε και μετά έριξε. Κάποιος έπεσε. Μια παρέα πιτσιρικάδων ήταν. Πρέπει πιο πριν να είχαν ‘ρθει σε λόγια. Δυο ήταν στο περιπολικό, είχαν πάρει στο κέντρο να ρωτήσουν τι να κάνουν και τους διέταξαν να δώσουν τόπο στην οργή και να γυρίσουν πίσω. Αυτόν όμως τον νίκησε το γινάτι. Γνωστά τα όσα γίναν ως εκείνη τη στιγμή. Ύστερα απ’ αυτό τα πράγματα πήραν μιαν άγρια τροπή. Για όλους μας.
    Έχω κάτσει αρκετές φορές στον Μύλο χωρίς ποτέ να σκεφτώ εκείνη την ιστορία. Τώρα όμως ίσως επειδή είμαι μόνος και ήσυχος…; Είν’ ή ώρα; Είν’ η ανοιξιάτικη βαρυσυννεφιά;
    Ο φίλος ακόμα αργεί κι εγώ στρέφω το βλέμμα στον πάγκο του μπαρ. Η κοπέλα με την ιωνική μορφή και η άλλη στέκονται έξω απ’ την μπάρα, μαζί κι ένας νεαρός που κάθεται σε ένα απ’ τα σκαμνιά, και η σερβιτόρα απ’ τη μέσα μεριά. Γέλια, χειρονομίες, κίνηση πολλή -χαίρονται με κάθε τρόπο το ότι είναι μαζί.
    Να τώρα, μια παρέα καταφθάνει και πιάνει ένα τραπέζι έξω. Τους παρατηρώ έναν-έναν. Άντρες και γυναίκες γύρω στα πενήντα. Εντύπωση μου κάνει ένας απ’ αυτούς με σκούρο γυαλί που λέει κι όλο λέει και οι άλλοι γελάνε. Αυτός δίνει και την παραγγελία. Φαίνεται η ψυχή της παρέας.
    Να τώρα όμως που η άλλη, η Ιώνισσα, ξεσηκώθηκε να φύγει Φοράει το σακιδιάκι της στην πλάτη, «δεν θα αργήσω» λέει, «πάω κι έρχομαι». Η φίλη της προσφέρθηκε να την συνοδέψει, «περίμενε, έρχομαι κι εγώ». Και φεύγουνε κι οι δύο σαν πουλιά που πετούνε δίπλα δίπλα και χώνονται στον πεζόδρομο που τραβάει κατά τη Μεσολογγίου και περνούνε τώρα το σημείο όπου στάθηκε και σκόπευσε ο φρουρός. Κι εκείνη τη στιγμή, Ω θεέ μου, έρχεται και σκάει στο μυαλό μου η εξής σκέψη: τίποτα δεν συνέβη εκείνη τη νύχτα, ή τουλάχιστον ο Γρηγορόπουλος είναι ζωντανός, και αυτή τη στιγμή ανεβαίνει με δυο φίλους και μια φίλη απ’ το σημείο που είναι το μνημείο, το σημείο όπου έπεσε. Είναι ένα όμορφο απόγευμα, μέσα απ’ τα σύννεφα σκάει ο τελευταίος ήλιος, οι δυο κοπέλες γνωρίζουν κάποιους απ’ την παρέα που ανεβαίνει, στήνεται για λίγο ένα κουβεντολόι εκεί στη μέση του πεζόδρομου, η κοπέλα με την ιωνική λεπτότητα γνωρίζεται με τον Γρηγορόπουλο και μια σημαντική ερωτική ιστορία αρχίζει που καταλήγει σε βαθύ δεσμό.
    Έχουμε 2023, οπότε πάνε 15 χρόνια από ’κείνο το κακό. Τριάντα χρονών άντρας είν’ αυτός, λίγο μικρότερη αυτή. Ό,τι πρέπει! Κατόπιν, φτάνοντας με την παρέα του στον Μύλο χαιρετιέται με την παρέα που είναι έξω και μια άλλη κουβέντα αρχίζει.
 
    Όμως όχι, αλλοιώς γίνανε τα πράγματα! Ούτε με την κοπέλα θα συναντηθεί ποτέ, ούτε με κάποιους από την παρέα που κάθεται έξω και γελά. Πιθανόν με τον φωνακλά αυτόν θα συνεργαζόταν κάποτε, θα ‘παιρνε ίσως μια δουλειά. Τώρα όμως αυτοί κάθονται εκεί, ανύποπτοι ότι χάθηκε η ευκαιρία να γνωρίσουν ένα νεαρό παιδί, έναν νεότερο συνεργάτη. 
    Όταν πεθαίνει ένας νέος άνθρωπος εξαφανίζονται όλες οι συνδέσεις, οι γνωριμίες, οι σχέσεις, οι δεσμοί που θα ‘κανε στη διάρκεια μιας ζωής. Ο κόσμος μένει φτωχότερος, αυτό το θαυμαστό πλέγμα, ο βαθύς ιστός, αυτό το υφαντό αποκτάει μια τρύπα.
    Κοίταξα τις δυό κοπέλλες, θαύμασα το παράστημά τους, το βλέμμα μου τις ακολουθούσε όπως κατηφορίζανε κάτω τον πεζόδρομο με βήμα θαρρετό, πηδηχτό, όλο όρεξη για ζωή… και για πρώτη φορά ένοιωσα πραγματική λύπη για το θάνατο του Γρηγορόπουλου.
 

                                                                                                                                                 Β.Η.